Μια μορφή που όλο και περισσότερο καθιερώνεται στον αγιογραφικό κύκλο των ναών που κτίζονται και αγιογραφούνται στις μέρες μας είναι αυτή του Αγίου Γεωργίου που μαρτύρησε στα Γιάννενα. Η νεανική του ηλικία, η επιβλητική του φορεσιά, το ότι μαρτύρησε αφήνοντας πίσω γυναίκα και παιδί, η ομολογία και η πίστη του, προκαλούν έναν αμήχανο θαυμασμό.
Ο Γεώργιος γεννήθηκε στα 1808 σε ένα φτωχό χωριό των Γρεβενών. Από τα μικράτα του ορφανός, προσκολλήθηκε στη δούλεψη Τούρκων αγάδων φροντίζοντας τα άλογά τους. Με την καλοσύνη του κέρδισε την εμπιστοσύνη των Τούρκων, που από οικειότητα άρχισαν να τον αποκαλούν Χασάν.
Στα 1836 βρίσκεται κοντά στον Αγά Αβδουλλά στα Γιάννενα και αρραβωνιάζεται με την Ελένη. Με αφορμή λοιπόν την τέλεση των αρραβώνων του Γεωργίου και της Ελένης, ένας φανατικός χότζας τρέχει στον μεχκεμέ (=δικαστήριο) και καταγγέλλει τον Γεώργιο στον Κατή (= Τούρκος ιεροδικαστής) ως εμπαίκτη της μουσουλμανικής θρησκείας, αφού το Οθωμανικό δίκαιο απαγόρευε τους γάμους μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, ενώ ο Γεώργιος ήταν γνωστός ως Χασάν. Χριστιανός ήμουν και είμαι και ονομάζομαι Γεώργιος, αποκρινόταν και έκανε το σημείο του Σταυρού. Φίλοι και συγγενείς πήγαν να τον υπερασπιστούνε, αλλά τελικά τον έσωσε η βοήθεια του αφέντη του Αβδουλά˙ όπως και η διαπίστωση ότι ήταν απερίτμητος.
Οι γάμοι του Γεωργίου και της Ελένης τελέσθηκαν η τον Αύγουστο μήνα του 1836, η ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, δηλαδή την 26 Οκτωβρίου του 1836, η κατ’ άλλους, τον Ιανουάριο του 1837. Ένα μήνα η σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες λίγες μέρες μετά τον γάμο του ο Γεώργιος, συνοδεύοντας τον αφέντη του, ανεχώρησε για τα Βελέγραδα, η την Προύσα, η το Μπεράτι της Βορείου Ηπείρου.
Ίσως όλη αυτή η συσκότιση τόσο στην ημερομηνία του γάμου, όσο και στον τόπο και χρόνο της απουσίας του, μαρτυρούν ότι ο Γεώργιος αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από τη γυναίκα του αμέσως μετά τους γάμους του. Και αυτό εξαιτίας του άσχημου κλίματος που είχε δημιουργηθεί στους Τουρκογιαννιώτες. Έτσι με την απομάκρυνση ήθελε να ξεχαστεί το περιστατικό και το όνομά του.
Εικάζουμε επίσης, ότι όλες αυτές οι περιπέτειες οδήγησαν τον Άγιο σε μία πορεία αφύπνισης και επαναπροσδιορισμού της πίστης του. Όλα τα γεγονότα ήταν ένα θεϊκό κάλεσμα, στο οποίο ο Άγιος ανταποκρίθηκε. Αναφέρεται ότι τον καιρό της απομάκρυνσής του απ’ τα Γιάννενα μαθήτευε στο διδάσκαλο Σάπφειρο Γραμμενιάτη, ο οποίος ήταν θείος της Ελένης. Κοντά του έμεινε 7 μήνες. Προφανώς έμαθε όλα όσα λόγω δυσκολιών ποτέ δεν είχε ακούσει και κυρίως για τον Χριστό για τον οποίο λίγο έλειψε να μαρτυρήσει.
Χαρακτηριστικό γεγονός που δεικνύει τον ζήλο του αυτή την περίοδο είναι το εξής: Μια μέρα ήταν Τετάρτη, κάθισαν να φάνε οι δυό τους μαζί με κάποιον παπά. Το φαγητό ήταν κουκιά βραστά με λάδι. Ο θείος του και ο παπάς παρατήρησαν ότι ο Άγιος έτρωγε μόνο ψωμί, διότι Τετάρτη και Παρασκευή νήστευε και το λάδι.
Κατά τα τέλη Δεκεμβρίου ημέρα Τετάρτη η Ελένη γέννησε αγόρι. ο Γεώργιος επέστρεψε οριστικά στα Γιάννενα, ώστε να είναι κοντά στην οικογένειά του. Στις 7 Ιανουαρίου του Αγίου Ιωάννου του 1838 έγινε η βάπτιση του νεογέννητου. Ο νεοφώτιστος έλαβε γι’ αυτό το όνομα Ιωάννης.
Τις επόμενες μέρες ο Άγιος έπεσε σε βαθύ ύπνο προαισθανόμενος το μαρτύριό του, από το βαρύ κλίμα που υπήρχε εναντίον του στην πόλη. Την Τετάρτη 12 Ιανουαρίου σηκώθηκε, φόρεσε τα καλά του και αφού χαιρέτησε τους δικούς του σαν να τους έβλεπε για τελευταία φορά, ξεκίνησε για την αγορά. Σύντομα συνάντησε πάλι τον φανατικό χότζα, που άρχισε να τον κατηγορεί. Δεν βρέθηκε κανείς να τον υπερασπιστεί και κατέληξε στη φυλακή. Αν και του πρότειναν να τον φυγαδεύσουν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος αυτός αρνήθηκε, αλλά ούτε και τα ταξίματα των Τούρκων δέχθηκε.
Οι αυτόπτες μάρτυρες παρουσιάζουν τον Άγιο απλό, μετρημένο, λακωνικό και σταθερό στους λόγους του. Η προθυμία του και ο ζήλος του για το μαρτύριο προκαλούν συγκίνηση κάθε φορά στον αναγνώστη που προσεγγίζει το συναξάρι του.
Μετά από βασανιστήρια ο Άγιος νεομάρτυς Γεώργιος μαρτύρησε το 1838 14 Ιανουαρίου. Τρεις ημέρες έμεινε στην αγχόνη (17 Ιανουαρίου). Την νύκτα οι φύλακες έβλεπαν φως περίλαμπρο το σώμα του μάρτυρος, που από τότε φωτίζει όλη την οικουμένη.
Όλος ο κλήρος και ο λαός ενταφίασαν με λαμπρότητα τον μάρτυρα. Ήταν μια πάνδημη έκφραση των βασανισμένων υπόδουλων. Πολλά θαύματα έγιναν και σε Χριστιανούς και σε μουσουλμάνους που ζητούσαν και ζητούν τη βοήθεια του Αγίου.
Σε δεκατρείς ημέρες φιλοτεχνήθηκε η πρώτη εικόνα του. Το σώμα του θάφτηκε στο Άγιο Βήμα της Μητρόπολης, που ο περίβολός της γέμισε παράγκες για να διαμένει το πλήθος των προσκυνητών που συνέρρεαν από παντού. Το σπίτι του έγινε Εκκλησία και τόπος τιμής του, ιδιαίτερα σε περιόδους αναταραχών και συγκρούσεων. Το επόμενο έτος 1839 ο λαός ανάγκασε τον Μητροπολίτη να συντάξει ασματική ακολουθία του μάρτυρος, για να πανηγυρίσουν με λαμπρότητα την εορτή του. Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας στις 17 Ιανουαρίου.
Έπρεπε να θυσιαστεί ένας για να σωθούν πολλοί.
Αν δούμε μέσα από πηγές της εποχής τις ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν στην σκλαβωμένη ακόμη Ήπειρο του 1830, καταλαβαίνουμε τη σημασία της θυσίας και αυταπάρνησης ενός ανθρώπου μέσα σε μια δυσκολεμένη και πολυτάραχη κοινωνία.
Στα χρόνια του Αλή-πασά Τεπελενλή δημιουργείται με κέντρο τα Γιάννενα και σταδιακά εξαπλώνεται από την Αλβανία μέχρι την Πελοπόννησο μια Τουρκαλβανική διοίκηση, η οποία φέρνει αρχικά ευημερία και οικονομική ανάπτυξη στον τόπο.
Ο Αλή-πασάς Μπεκτασής ο ίδιος, προπαγανδίζει και προωθεί τον Μπεκτασισμό στη διοικητική του περιφέρεια. Οι Μπεκτασήδες η Δερβίσηδες φανατικοί μουσουλμάνοι τις περισσότερες φορές προπαγάνδιζαν τον μουσουλμανισμό χτίζοντας τους τεκέδες (τεμένη) τους πάνω σε χριστιανικές εκκλησίες και μοναστήρια, τιμώντας τους αγίους των Χριστιανών.
Ο Αλή-πασάς ξανάδωσε προνόμια (που είχαν χαθεί μετά την αποτυχία του κινήματος του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου) στους Ρωμιούς, οι οποίοι άρχισαν να ευημερούν και να διακρίνονται στα γράμματα, τις τέχνες και το εμπόριο. Παράλληλα επέβαλλε την τάξη στους συμπατριώτες του, Τουρκαλβανούς οι οποίοι ήταν ένα ανυπότακτο ληστρικό στοιχείο και αυτό φάνηκε και αργότερα όταν έφεραν σε μεγάλη δοκιμασία το ελληνικό στοιχείο μετά τον Χαλασμό.
Με τη λέξη Χαλασμό οι Γιαννιώτες είχαν χαρακτηρίσει τη διετή πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων από τα σουλανικά στρατεύματα, που έφερε το τέλος του Αλή (1822). Στο τέλος της πολιορκίας πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης των Ιωαννίνων. Σκότος πηχτό κάλυψε την πόλη, λίγο αργότερα η πόλη έγινε παζάρι πλήθους αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί μετά την πτώση του Μεσολογγίου (1826).
Οι αφύλαχτοι Τουρκαλβανοί άρχισαν να λεηλατούν πάλι μεγάλα τμήματα της Ηπείρου και να επιβαρύνουν τους κατοίκους με υπέρογκα δοσίματα. Παραδοσιακά τραγούδια της περιόδου εξυψώνουν σε ήρωες Έλληνες Κλέφτες που με τη δράση τους περιόρισαν τις λεηλασίες των ληστρικών αυτών συμμοριών.
Εκείνους τους καιρούς, είχαν δοθεί διαταγές σε όλους τους αξιωματούχους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που είχαν στη δούλεψή τους Χριστιανούς, να φροντίσουν να τους εξισλαμίσουν. Με τον τρόπο αυτό θα προσπαθούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο των απαιτήσεων που θα μπορούσε αργότερα να έχει το ελεύθερο πια Ελληνικό κράτος στις υπόδουλες ακόμα περιοχές της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας.
Συχνά ήταν τα περιστατικά είτε βίαιων εξισλαμισμών νεαρών κοριτσιών, είτε της αυτοεξορίας στην αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης η της αποφυγής της θανατικής καταδίκης και του εξισλαμισμού.
Αλλά και η χριστιανική κοινότητα ήταν εσωτερικά διχασμένη, εξαιτίας της κακής διαχείρισης και της σπατάλης των οικονομικών βοηθημάτων που έστελναν οι Ζωσιμάδες από την μακρινή Ρωσία. Τα χρήματα διαχειριζόταν ένα συμβούλιο αποτελούμενο από τον Μητροπολίτη και επιτρόπους των ενοριών των Ιωαννίνων. Εξαιτίας της διασπάθισης αυτών των βοηθημάτων τρεις Μητροπολίτες εκδιώχθηκαν από τα Γιάννενα και πολλά άλλα σκάνδαλα ξέσπασαν.
Μέσα σε όλον αυτό τον σκοτεινό περίγυρο ήρθε να φωτίσει και να παρηγορήσει τους πονεμένους το μαρτύριο του Γεωργίου. Πολλοί παραλληλίζουν τη σημασία του μαρτυρίου του Γεωργίου με την αφύπνιση που προκάλεσε έναν αιώνα νωρίτερα το κήρυγμα του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού.
Όλα τα παραπάνω φανερώνονται πιο γλαφυρά στο παρακάτω τραγούδι
(έμμετρο συναξάρι) αγνώστου ποιητού, με το οποίο και τελειώνουμε:
………………………………………………..
Ότι μ’ αυτά ετίμησες τα πάθη του Χριστού μου
και μας εξύπνησες και ημάς από την ληθαργίαν
και από τα πάθη τα πολλά και κάθε αισχρολογίαν,
όπου πολλά επάσχαμεν˙ δαιμόνου φαντασία,
είχαν ξεκλίνει αληθώς μικροί τε και μεγάλοι,
αρχιερείς και ιερείς, διάκοι, αναγνωστάδες,
αφήνομεν τους λαϊκούς κι αυταίς ταις δαλιδάδαις.
………………………………………………………
όλων δε και σας δέομαι μένα να συγχωρήτε˙
παρακαλείτε τον Θεόν δάκρυα να μοι δώση.