Καθώς πλησιάζει τό Πάσχα καί ἡ ἄνοιξη ἀναστατώνει τήν φύση, νοσταλγία πλημμυρίζει τήν σκέψη μας, νοσταλγία γιορτινή ἀπό τά παιδικά μας χρόνια πού προσγειώθηκαν ἀπότομα ἀπό τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Οἱ κῆποι ὁλάνθιστοι, γεμᾶτοι τριαντάφυλλα, φίσκα ἀπό τό παιδομάνι οἱ χωματόδρομοι κι ἡ εὐωδία ἀπό τά γιασεμιά νά διεγείρει τήν ὄσφρηση. Ὀρθάνοιχτες οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν, οἱ οἰκογένειες νά δειπνίζουν στίς βεράντες καί τά ραδιόφωνα νά γεμίζουν μέ μελωδίες τήν ἥσυχη γειτονιά. Μνῆμες τῆς παιδικῆς ἡλικίας, χρόνια ἀνέμελα κι ἀφελῆ, τότε πού νομίζαμε ὅτι ὁ βίος θά ‘ναι παιχνίδι, τότε πού θαρρούσαμε ὅτι στόν παράδεισο θά ζήσουμε.

Χάσαμε τούς γειτόνους μας καί μαζί τήν ἀνθρωπιά μας. Εἴμασταν κοινωνικοί καί φιλόξενοι καί γίναμε καχύποπτοι καί ἀπόμακροι. Οἱ ὁλιγοπρόσωπες γειτονιές γέμισαν μέ ἀνθρώπους ξένους μεταξύ τους, πού δέν ἔχουν καμμιά ὄρεξη νά γνωριστοῦν, νά κοιταχτοῦν στά μάτια, νά καλημεριστοῦν, νά ἀνταλλάξουν ἐπισκέψεις καί χαμόγελα.
Εἴχαμε τό θλιβερό προνόμιο νά ζήσουμε τήν παρακμή τῆς πόλης στήν ἐξέλιξή της. Εἴδαμε τούς μικρούς παραδείσους μας νά μεταβάλλονται σέ γκρίζα κακόγουστα κτίρια, τίς ἀλάνες πού ματώναμε τά πόδια μας νά γίνονται ὄγκοι ἀπό μπετόν. Πρίν προλάβουμε νά ἀποστηθίσουμε τό «Ἀθήνα διαμαντόπετρα στῆς γῆς τό δαχτυλίδι», πνιγήκαμε στή μυρωδιά τοῦ νέφους καί ντραπήκαμε πού εἴμαστε Ἀθηναίοι.

Ὅπου κι ἄν ἀνατρέξουμε πίσω στόν χρόνο βλέπουμε παντοῦ καί πάντα νά βασιλεύει ὁ πόνος. Πόλεμοι κι ἐμφύλιοι ἀλληλοσπαραγμοί, σκλαβιά καί πεῖνα, φτώχια κι ἀδικία σημαδεύουν τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Μπορεῖ νά ὑπῆρξαν πιό ἔνθεοι πολιτισμοί ἀπό αὐτόν πού διανύουμε τώρα, μά ἡ ἁμαρτία πάντα ἴδια εἶναι στό διάβα τῶν αἰώνων. Μπορεῖ νά νοσταλγοῦμε τήν λαμπρή περίοδο τοῦ Βυζαντίου ἤ ἀκομα καί τήν ἔνδοξη Ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἀλλά τό σίγουρο εἶναι ὅτι δέν θά θέλαμε νά ζήσουμε ἐχθρικές σφαγές, πολέμους κι ἐπιδημίες, οὔτε νά εἴμαστε δοῦλοι ἐκεῖνες τίς ἐποχές, οὔτε νά πεθαίνουμε ἀπό μιά ἁπλῆ γρίπη ἐπειδή ἡ ἰατρική ἐπιστήμη δέν εἶχε ἀκομα ἐξελιχθεῖ.


Ἐπειδή ὅμως τήν Βασιλεία Του μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος νά τήν προγευτοῦμε, ἐπειδή μᾶς ζήτησε νά βιώσουμε τά ἔσχατα ἀπό τώρα, ἄς ἐγκαταλείψουμε τήν παρελθοντολογία κι ἄς χαροῦμε τό σήμερα εὐχαριστώντας τόν Θεό πάντων ἕνεκεν, ζῶντας εὐλογημένα κάθε στιγμή σά νά ‘ναι ἡ πρώτη κι ἡ τελευταῖα τῆς ὕπαρξής μας. Ἄς πορευτοῦμε πρός τό Πάσχα ἔχοντας νοσταλγία μόνο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιά τόν Παράδεισο, γιά τό πέρασμα ἀπό τόν Θάνατο στήν Ζωή, τήν ὄντως Ζωή πού εἶναι ὁ Χριστός μας. Ἀμήν.
π. Χρ.