ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ...

Πρωί 07:00 π.μ. Ὁ ἥλιος ἀρχίζει νὰ προβάλλει πίσω ἀπὸ τὶς πλαγιές τοῦ Ὑμηττοῦ. Ἕνα σύνθημα ἔρχεται νὰ ταράξει τὰ γαλήνια νερά τῆς ἀφασίας μου, τοῦ πνευματικοῦ μου θανάτου. Τριάντα ἔφυγες νωρίς. Ἕνας ἀδελφός μας δὲν εἶναι πιὰ στὴ ζωή. Τρεῖς γραμμές τὸ μήνυμα, τρείς γροθιές στὸ στομάχι.

Καθημερινὸς ὁ θάνατος, σὲ ὄλη τὴν γῆ χιλιάδες οἱ νεκροί. Νεκροί ἀπὸ πολέμους, ἀπό δυστυχήματα, ἀπό σεισμούς, λοιμούς, λιμούς καταποντισμούς… Ὅλη ἡ γῆ ἕνα ἀπέραντο νεκροταφεῖο, ἐνῶ τῆν ὥρα ποὺ ἀκούω ὄλα αὐτὰ, ἀπαθῆς τρώω μπροστἀ στὴν ὀθόνη, βυθισμένος στὰ πάθη καὶ τὶς ἰδιοτροπίες μου.

Αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ μαντάτο δεν ἔρχεται ἀπό μακριά. Σὲ μιὰ στροφὴ τῆς Καισαριανῆς, ὁ θάνατος ἔρχεται νά μοῦ χτυπήσει τὴν πόρτα. Τριάντα ἔφυγες νωρίς. Ἕνας ἀδελφός μας χάθηκε καὶ ἦταν μόλις τριάντα. Ἴσως εἶχαν ἀρχίσει τὰ ὄνειρά του να γίνονται πραγματικότητα, ἴσως εἶχε διαψευστεῖ παντελῶς. Ἴσως ἦταν ἔξω καρδιά ἄνθρωπος, ἤ κλεισμένος στὶς σκέψεις καὶ τὸν ἑαυτὸ του. Σχέσεις καὶ φιλίες τοῦ ἔδιναν χαρά καὶ παρηγοριά, ἤ κουβαλοῦσε τὸ βάρος ἀποτυχιῶν καὶ ἀδιεξόδων; Εἶχε ἐνοχές πού δεν μποροῦσε νὰ ἀλλάξει τὸν κόσμο, τὶς συνθῆκες γύρω του, τὸν ἑαυτό του;

Τριάντα ἔφυγες νωρὶς. Ἀπὸ ἀρρώστια, πού σὲ ἔλιωσε καὶ σε ταπείνωσε; Ἀπὸ τροχαῖο; Ἔτσι ξαφνικά; Μεγάλος ὀ πόνος, πού ἀφήνει ὁ θάνατος. Ὁ ἄνθρωπός σου ἔτρεξε νὰ φωνάξει τὸν θρῆνο του στὶς πλαγιὲς τοῦ βουνοῦ. Ἦταν ὁ ἀγαπημένος; ὁ ἀδελφός; ὁ φίλος; ὁ πατέρας; ἡ μητέρα;….

Πικρός ὀ θάνατος καὶ πάντα παρών. Ἄν καὶ κάνουμε τὰ πάντα για νὰ τοῦ κρυφτοῦμε σάν στρουθοκάμηλοι πίσω ἀπό ἐγωΐσμους, πάθη, ἡδονές. Κάποιοι ἄλλοι αδελφοί μας πέρασαν ἀπό τὸ σημεῖο καὶ ἀγνόησαν τὴν εἴδηση. Θωρακισμένοι πίσω ἀπό ἰδεολογίες, φανατισμούς καὶ θρησκευτικὰ ὑποκατάστατα, ἀπώθησαν τὴν ἀλήθεια τοῦ θανάτου. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γεμίσει τὴν ζωὴ του μὲ νόημα, ἐλπίδα καὶ σωτηρία ἀπὸ μεμονωμένα φθαρτά πρόσωπα, ὁμάδες, οὐτοπικά ἰδεολογήματα, πού ψάχνουν τὸν παράδεισο στὴν ὕλη. Τὰ σάβανα δὲν ἔχουν τσέπες, ἔλεγε ὁ λαός. Ὁ θάνατος εἶναι πάντα παρών. Ἐμεῖς ξεχάσαμε τὸν Θεὸ, ἀπωθήσαμε καὶ τὸν θάνατο πού μᾶς τὸν θύμιζε.

Τριάντα ἔφυγες νωρίς. Ἡ ἡλικία κοντά στήν δική μου. Ἀναπόφευκτοι οἱ συνειρμοί καὶ οἱ ταυτίσεις γιὰ μένα καὶ τοὺς πλησίον μου. Τρομοκράτης ὁ θάνατος, χωρὶς πίστη καὶ ἐλπίδα στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, ὁ πόνος καὶ ἡ ὀδύνη ἀσήκωτα. Θρηνῶ καὶ τρέμω μπροστά στὸν θάνατο. Ἡ πίστη μου μικρή. Ἀκόμη καὶ στὰ καθημερινὰ ἁπλὰ πράγματα εἶμαι πνευματικὰ στάσιμος, πνευματικὰ νεκρός. Ἀπογοητεύομαι εὔκολα. Πῶς λέω, ὅτι πιστεύω; Θά ἔπρεπε να πετάω καὶ σέρνομαι. Κύριε βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ. «Ξηρ γγονε τ στ μν, πλωλεν λπς μν, διαπεφωνκαμεν. Δι τοτο προφτευσον, κα επ πρς ατος. Τδε λγει Κριος Κριος. δο γ νογω τ μνματα μν, κα νξω μς κ τν μνημτων μν, κα εσξω μς ες τν γν το σραλ, κα γνσεσθε, τι γὼ εμι Κριος, ν τ νοξα με τος τφους μν, το ναγαγεν με κ τν τφων τν λαν μου. Κα δσω πνεμ μου ες μς, κα ζσεσθε, κα θσομαι μς π τν γν μν, κα γνσεσθε, τι γ Κριος, λλησα, κα ποισω, λγει Κριος Κριος (Ἰεζ. 37, 12-14).

Καλή Ἀνάσταση ἀδελφέ μου, που ἔφυγες νωρίς.

Καλή Ἀνάσταση καὶ σὲ σένα, πού μᾶς μετέφερες τὸν πόνο σου

καὶ τὰ πρωΐνα μᾶς φέρνεις στὸν νοῦ τὸν Θεὸ καὶ τὸν θάνατο.

Καλή Ἀνάσταση σέ ὅλους !

ἕνας φαντάρος...