Ὅταν ἤμουν μικρός, ὁ παπποῦς μου ὁ παπα - Ἀναστάσης, μοῦ ἔλεγε κάθε Πάσχα τό ἴδιο ἀνέκδοτο: «Τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, ὁ ἱερέας ἀφοῦ διάβασε τό Β΄ ἑωθινό εὐαγγέλιο, ἄρχισε νά ψάλλει τό Χριστός Ἀνέστη καί νά θυμιατίζει, καθώς γύρω του ὁ κόσμος ἔδινε τόν ἀσπασμό τῆς ἀγάπης καί ἀντάλασσε εὐχές. Ὅταν ὅμως ἐκφώνησε τόν πρῶτο στίχο, Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ καί φυγέτωσαν ἀπό προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν, βλέποντας ὅτι ὁ κόσμος ἄρχισε νά ἀποχωρεῖ ὁμαδικά γιά τά σπίτια του, σταμάτησε τό ψάλσιμο κι ἄρχισε νά φωνάζει παρακλητικά: Μήν φεύγετε βρέ παιδιά, σᾶς παρακαλῶ! Δέν λέει νά διασκορπισθεῖτε έσεῖς! Γιά τούς ἐχθρούς τό λέει, δέν ἀκοῦτε; Μείνετε σᾶς παρακαλῶ γιά τήν Θεία Λειτουργία !
Τά χρόνια πέρασαν καί μεγαλώνοντας κατάλαβα ὅτι ἡ διήγηση τοῦ παπποῦ δέν ἦταν ἀνέκδοτο, ἀλλά πραγματικότητα! Τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου εἶναι γιά πολλούς Ἕλληνες παρεκκλησιαστικό φολκλόρ, ὅπου τό βασικό νόημα τῆς γιορτῆς σημαίνεται ἀπό λαμπάδες, αὐγά καί μαγειρίτσες, κι ὄχι ἀπό τήν νίκη πάνω στό Θάνατο !
Κι ὅταν τά ἀναλογίζομαι αὐτά, πολλές φορές μοῦ περνᾶ ἀπό τό μυαλό μιά ἀστεῖα σκέψη: Σκέφτομαι, τί θά γινόταν, ἄν μποροῦσε μέ ἕνα τρόπο «μαγικό» ἕνας Χριστιανός τῶν πρώτων αἰώνων, νά βρεθεῖ στήν ἐποχή μας, τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως ! Θά ἔσπαγε τό κεφάλι του νά βρεῖ τί περίεργη αἵρεση εἴμαστε! Θά μᾶς ἔβλεπε ἀπορημένος νά μαζευόμαστε οἱ περισσότεροι στό τέλος τῆς παννυχίδος, στίς δώδεκα παρά πέντε καί νά φεύγουμε δίχως κάν νά ἀκούσουμε τόν ὑπέροχο ἀναστάσιμο κανόνα τοῦ ὄρθρου. Κατάπληξη θά τοῦ ἔκανε σίγουρα πώς ἀντί νά ψάλλουμε, πετᾶμε κροτίδες, βαρελότα καί πυροτεχνήματα καί μάλιστα σέ κάποια μέρη τοῦ τόπου μας, τά ἐκτοξεύουμε πάνω στίς ἐκκλησιές. Συγκλονισμένος θά διαπίστωνε πάνω ἀπ’ ὅλα, πώς ἀντί νά περιμένουμε μέ λαχτάρα νά κοινωνήσουμε Σῶμα και Αἷμα Χριστοῦ, οἱ πιό πολλοί τρέχουμε στά σπίτια μας νά συμμετάσχουμε σέ τράπεζα ἐντοσθίων καί χορταρικῶν !
Ἀλλά καί τήν Μεγάλη Ἐβδομάδα θά ἔνοιωθε ἔκπληξη ὁ πρῶτο-Χριστιανός. Τόν σκέφτομαι τήν Μεγάλη Πέμπτη καί τό Μεγάλο Σάββατο τό πρωῒ, νά βλέπει τά πλήθη τῶν πιστῶν πού μόλις ἔχουν φτάσει στό ναό - ἔχοντας ἐξασφαλίσει τήν ἀπάντηση στό "καίριο" ἐρώτημα: πότε βγαίνει ἡ Θεία Κοινωνία νά ἔρθουμε νά μεταλάβουμε; Θά τούς ἔβλεπε σοκαρισμένος νά σπρώχνονται γιά νά κοινωνήσουν, κάνοντας τόν ἱερέα νά τρέμει, μήπως κάποιος ἀπρόσεχτος ρίξει κάτω τό ποτήριο ἤ τοῦ σκουντήσει τό χέρι. Στή συνέχεια θά ἀναρωτιόταν μήπως γίνεται κάποιος διωγμός καί φεύγουν ἔτσι τρέχοντας οἱ Χριστιανοί ἀπό τό Ναό, χωρίς νά περιμένουν τήν ἀπόλυση, χωρίς νά παίρνουν ἀντίδωρο, χωρίς νά χαιρετᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ξένοι κι ἄγνωστοι μεταξύ τους. Καί βέβαια ἄς μήν συζητήσουμε τήν περίπτωση πού θά τούς ἔκανε ἐρωτήσεις γιά τό ἄν ἔχουν νηστέψει ἤ ἐξομολογηθεῖ !
Μεγάλο βάρος ὅμως πέφτει σέ ὅσους ἀπό μᾶς συνειδητοποιοῦμε τί συμβαίνει, γιατί ὀφείλουμε νά δράσουμε. Ἀντί νά γκρινιάζουμε, ἄς ἀποκτήσουμε ξανά ἱεραποστολικό πνεῦμα κι ἄς μιλήσουμε στούς γύρω μας γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ἄς διαφωτίσουμε τούς ἀδελφούς μας, χωρίς φανατισμούς ἤ μεμψιμοιρία, ἀλλά ἔχοντας στήν καρδιά μας τήν χαρά καί τήν ἀγάπη πού κατέκλυζε τούς Ἀποστόλους. Καί πάνω ἀπ’ὅλα ἄς θυμόμαστε τά λόγια τοῦ Ἁγίου: Ἄλλαξε ἐσύ καί μαζί σου ἀλλάζουν χιλιάδες ἄλλοι. Ὁ κόσμος περιμένει ἀπό ἐμᾶς - κληρικούς καί λαϊκούς - τό παράδειγμα, περιμένει πράξη. Ὁ μέν θερισμός πολύς, οἱ δέ ἐργάται ὁλίγοι. δεήθητε οὖν τοῦ Κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλη ἐργάτας εἰς τόν θερισμόν αὐτοῦ. Ἀμήν...
π. Χρ.