ΜΟΝΑΞΙΑ

Μικρό διαμέρισμα στό κέντρο τῆς πόλης. Παράθυρο φωτισμένο μέσα στή νύχτα, τό τασάκι γεμᾶτο ἀποτσίγαρα, ἄλλο ἕνα ποτό στό ποτήρι. Τό χέρι παίζει νευρικά μέ τό τηλεχειριστήριο καί οἱ εἰκόνες ἐναλλάσσονται μέ ταχύτητα στήν ὀθόνη. Σκοτεινιασμένη ἡ καρδιά κι ὁ γνώριμος κόμπος στό στομάχι νά σφίγγει τά σωθικά. Βαρειά τά βλέφαρα, ἀλλά ὕπνος δέν ἔρχεται. Χαμένη ἡ ἐλπίδα, μεγάλο τό ἀδιέξοδο.

Νοιώθω τήν μοναξιά σου καί σέ καταλαβαίνω. Ἀφόρητο νά’ σαι μόνος, νά μήν ἔχεις κανένα νά σέ καταλάβει, νά μήν ἔχεις κανένα νά ἀνοίξεις τήν καρδιά σου καί νά πεῖς τόν πόνο σου, νά μήν ἔχεις κανένα νά νοιάζεται γιά σένα. Κι αὐτοί οἱ λίγοι φίλοι - ἤ μήπως γνωστοί; - νά μήν σέ καταλαβαίνουν, καί σύ νά μήν ἔχεις ὄρεξη νά ἐπαναλάβεις πάλι τήν ρουτίνα. Τίς ἴδιες βαρετές διασκεδάσεις, τίς ἴδιες ἀνούσιες κουβέντες γιά τήν τρέχουσα ἐπικαιρότητα, τά ἴδια χοντροκομμένα ἀστεῖα.

Κάποτε διάβαζες τό ἕνα βιβλίο μετά τό ἄλλο, ἤθελες νά γνωρίσεις τά πάντα, νόμιζες πώς ἡ τέχνη κι ἡ φιλοσοφία θά σέ ὁδηγήσουν στήν ἀλήθεια. Ἀλήθεια δέν βρῆκες, ἀπογοητεύτηκες καί τά βιβλία ἔγιναν περιοδικά «lifestyle», ἐντρύφησες στήν τέχνη τοῦ ἀσήμαντου, βυθίστηκες στήν εἰκονική πραγματικότητα, ἀφέθηκες στόν γυαλιστερό κόσμο τοῦ ψέμματος. Φυγή ἀπό τήν καθημερινότητα ὅλα αὐτά, ὅπως καί τά ποτά πού πίνεις, ὅπως τά ναρκωτικά πού δοκίμασες γιά ἕνα μικρό διάστημα - εὐτυχῶς αὐτά τά φοβήθηκες καί σταμάτησες.

Συντρίφτηκες ἀπό τήν ἀποτυχία τῶν σχέσεών σου, κι ἔγινες καχύποπτος, δέν ὑπάρχουν φίλοι λές, δέν ὑπάρχει ἀγάπη. Πολλές ἐναλλαγές συντρόφων, κάθε φορά τά ἴδια μεγάλα λόγια κι ἐνθουσιασμοί, στό τέλος πάντα ἀποτυχία. Μικροί θάνατοι οἱ χωρισμοί, δέν ἄντεξες τόν πόνο, κλείστηκες στόν ἑαυτό σου, κουράστηκες νά πληγώνεις καί νά πληγώνεσαι. Ὧρες - ὧρες αἰσθάνεσαι γέρος ἑκατό χρονῶν, νοιώθεις σάν ξέμπαρκος ναυτικός στό καφενεῖο, σάν κι αὐτούς πού λένε τίς ἴδιες πάντα ἱστορίες, περιμένοντας τό τέλος. Κι ὅμως εἶσαι νέος ἀκόμα...

Κάποια στιγμή πίστεψες πώς ἄν ἀποκτήσεις πολλά χρήματα θά λυθεῖ τό πρόβλημα. Αὐτό κάνουν ὅλοι εἶπες, αὐτό εἶναι τό σύνθημα τῆς ἐποχῆς, αὐτό ἔκαναν φίλοι καί γνωστοί. Ἔπεσες μέ τά μοῦτρα στήν δουλειά, ἔπαιξες στό χρηματιστήριο, κέρδισες, ἔχασες, ἀπόκτησες διάφορα, κατανάλωσες, μά ἡ μοναξιά σου παρέμεινε.

Σέ νοιώθω καί πονῶ μαζί σου. Πῶς νά ζεῖς χωρίς ἐλπίδα, πῶς νά πορευτεῖς χωρίς νόημα. Δύσκολος ὁ βίος χωρίς ὅραμα, ἀβάσταχτος ὅταν μάλιστα στό βάθος τῆς ψυχῆς σου ξέρεις ὅτι χίμαιρες κυνηγᾶς. Κανένας ἀνθρωπισμός καί καμμιά ἰδεολογία δέν μπορεῖ νά μᾶς συγκρατήσει. Σέ καταλαβαίνω ἀπόλυτα, δέν σέ κατηγορῶ - ὁμολογῶ πώς χωρίς Χριστό κι ἐγώ τά ἴδια θά ἔκανα, τά ἴδια καί χειρότερα. Δέν θέλω νά ἠθικολογήσω, δέν θέλω νά σοῦ κάνω κήρυγμα, οὔτε νά σοῦ κουνήσω τό δάχτυλο ἐπιτημιτικά. Θά’ θελα ἁπλῶς νά σοῦ πῶ δυό λόγια μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου.

Δέν ἦρθε ὁ Χριστός γιά τούς δίκαιους, καί τούς «ἀξιοπρεπεῖς», μά γιά τούς ἁμαρτωλούς, τούς μοναχικούς, τούς περιθωριακούς. Δέν ἀπευθύνθηκε στούς βολεμένους καί τούς περήφανους τοῦ κόσμου τούτου, μά στούς «κοπιῶντες καί πεφορτισμένους», σ’ αὐτούς πού λύγισαν κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ζωῆς. Δέν ταυτίστηκε μέ ἐξουσίες καί πλούτη, ἀλλά ἀνακατεύτηκε μέ τίς πόρνες καί τούς τελῶνες, μέ τούς «περίεργους» καί τούς διαφορετικούς. Δέν ἦλθε νά χαϊδέψει τήν μιζέρια μας καί νά μᾶς τάξει ἀπατηλές ὑποσχέσεις, ἀλλά νά μᾶς προτείνει νά ζοῦμε καί νά σκεφτόμαστε ἀλλοιῶς, νά κάνουμε ἑκατόν ὀγδόντα μοῖρες ἀναστροφή πορείας.

Κι ἄν δυό χιλιάδες χρόνια τώρα ξεχνᾶμε τά λόγια Του, κι ἄν στό ὄνομά Του κάναμε – καί κάνουμε - ἐγκλήματα μεγάλα, κι ἄν ἀκόμα καί μεῖς πού θέλουμε νά λεγόμαστε Χριστιανοί πολλές φορές γινόμαστε Φαρισαίοι, ὁλόϊδιοι μ’αὐτούς πού κατακεραύνωσε, ὁ Λόγος του ἐπίκαιρος καί διαχρονικός μένει, δρόμος μοναδικός γιά τήν ἀλήθεια, ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἐμεῖς ἁπλῶς ξεχνᾶμε τά λόγια Του, ξεχνᾶμε πώς μαθητής Του εἶναι μόνο ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές Του, ὅποιος ἀκολουθεῖ τό θέλημά Του κι ὄχι ὅποιος δηλώνει Χριστιανός ἤ φορᾶ ράσα.

Νά κάνουμε τήν ζωή Του - ζωή μας μᾶς ζήτησε, νά ξανοιχτοῦμε στό φῶς. Νά ἀναλάβουμε τήν εὐθύνη γιά τίς πράξεις μας, νά πάψουμε νά τίς μεταθέτουμε στούς ἄλλους, νά μάθουμε νά συγχωροῦμε, νά σπουδάσουμε στήν Ἀγάπη Του.

Αὐτά εἶχα νά σοῦ πῶ ἀδελφέ μου ἀπόψε τό βράδυ, πού ὕπνος δέν σέ πιάνει. Τώρα πού ὅλα γύρω σου κι ἐντός σου ἔπαψαν νά ἔχουν σημασία, τώρα εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμή γιά νά συναντήσεις τόν Χριστό. Φτάνει νά κάνεις ἱκεσία τήν ἀπελπισία πού νοιώθεις κι ἀπογυμνωμένος ἀπό τόν ἐγωϊσμό σου σου νά ὑψώσεις τά χέρια στόν οὐρανό καί νά κραυγάσεις ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό !». Κι ἄν γίνει αὐτό τρόπος ζωῆς σου, θά νοιώσεις τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά θερμαίνει τήν ψυχή σου, θά φωλιάσει μυστικά στήν καρδιά σου ἡ βεβαιότητα γιά τήν παρουσία καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή σου καί στόν κόσμο ὅλο. Γιατί χαρά μεγάλη γίνεται στόν οὐρανό γιά ἕνα ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ, χαρά μεταξύ τῶν ἀγγέλων. Κι αὐτή ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ θά ἐγκατασταθεῖ στήν ψυχή μας, ὅπως ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος, χαρά καί δικαιοσύνη ἐν πνεύματι ἁγίῳ, εἰρήνη, μακροθυμία, ἀγαθωσύνη, πίστη, πραότητα κι ἐγκράτεια. Ἀμήν.

π. Χρ.