Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΚΛΗΡΑΝΕ ΠΟΛΥ...

κόσμος σκλήρανε πολύ, σκλήρανε, ξεράθηκε και ἄδειασε. Πέρασε τά ὅρια. Μικρές καλοσύνες, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἕνας Χριστιανός πάντα ὑπάρ­χει τρόπος νά προσφέρει, μά ὁ κόσμος δέν σώζεται πιά. Ὁ κόσμος αὐτός χά­θηκε, ὅποιος ἔχει τά μάτια ἀνοιχτά τό βλέπει καί τό παίρ­νει ἀπόφαση, μιά γιά πάντα. Χάθηκε μες στήν ἀλαζονεία τῶν ἐπιστημῶν του, μές στήν ἀπανθρωπιά τῶν μηχανῶν του, μες στήν φρενίτιδά του, πού τήν λέει πρόοδο, στό ἀέναο στριφογύρισμά του στό κενό, δίχως ἔρμα, δίχως σκοπό. Ὁ δύστηνος πλανήτης κλονίστηκε ἀνεπανόρθωτα, ἔχασε τήν ἰσορροπία του. Δέν τόν αἰσθάνεσαι νά τρικλίζει κάτω ἀπ' τά πόδια σου ;

Ἡ τρύπα τοῦ ὄζοντος

Ἄς πασχίσουμε, ἐμεῖς πού μένουμε ἐδῶ, νά πλησιάσουμε, ὅσο ἀντέχουμε, τό Ἐπέκεινα, καί ἄς προσευ­χόμαστε γιά τόν κόσμο πού σέρνεται ἀκράτητος, ἀπό τήν ἴδια δαιμονική ὁρμή του, πρός τήν τελική του συντριβή. Με­ρικοί θά βλέπουν τοῦτον ἐδῶ τόν ἀναμμένο φάρο μας, μοῦ φτάνει ἐμένα ἕνας τέτοιος προορισμός. Ἐνῶ ὁ κόσμος θά σβήνει, ὁ φάρος θά φωτίζει ἀκόμα τίς ὕστατες στιγμές του, θά σώζει, ὡς τό τέλος, μερικές ψυχές. Δέν ἐλπίζω πιά ἄλλο τίποτα. Ζοῦμε τήν τελευταία ὥρα τῆς ἀνθρωπότη­τας καί τοῦ κόσμου της, τήν ὥρα πού μπορεῖ νά βαστάξει ἕναν αἰώνα ἤ μερικούς αἰῶνες, μά δέν πρόκειται νά ἔχει συνέχεια...

Γιώργου Θεοτοκᾶ, Ἀσθενεῖς καί ὁδοιπόροι, ἐκδ. Ἐστία