ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Κοίμησις τῆς Θεοτόκου, παράσταση στόν δυτικό τοῖχο τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ταξιαρχῶν Μοσχάτου.

Ἄν ὁ θά­να­τος τῶν ὁ­σί­ων εἶ­ναι τί­μιος καὶ ἡ μνή­μη δι­κα­ί­ου συ­νο­δε­ύ­ε­ται ἀ­πὸ ἐγ­κώ­μια, πό­σο μᾶλ­λον τὴ μνή­μη τῆς ἁ­γί­ας τῶν ἁ­γί­ων, διὰ τῆς ὁ­πο­ί­ας ἐ­πέρ­χε­ται ὅ­λη ἡ ἁ­γι­ό­της στοὺς ἁ­γί­ους, δη­λα­δὴ τὴ μνή­μη τῆς ἀ­ει­πάρ­θε­νης καὶ Θε­ο­μή­το­ρος, πρέ­πει νὰ τὴν ἐ­πι­τε­λοῦ­με μὲ τὶς με­γα­λύ­τε­ρες εὐ­φη­μί­ες.

Αὐ­τὸ πράτ­του­με ἑ­ορ­τά­ζον­τας τὴν ἐ­πέ­τει­ο τῆς ἁ­γί­ας κοι­μή­σε­ως ἢ με­τα­στά­σε­ώς της, ποὺ ἂν καὶ μὲ αὐ­τὴ εἶ­ναι λί­γο κα­τώ­τε­ρη ἀ­πὸ τοὺς ἀγ­γέ­λους, ὅ­μως ξε­πέ­ρα­σε σὲ ἀ­σύ­γκρι­το βαθ­μὸ καὶ τοὺς ἀγ­γέ­λους καὶ τοὺς ἀρ­χαγ­γέ­λους καὶ ὅ­λες τὶς ὑ­περ­κό­σμι­ες δυ­νά­μεις διὰ τῆς ἐγ­γύ­τη­τός της πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ διὰ τῶν ἀ­πὸ πα­λαι­ὰ γραμ­μέ­νων καὶ πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νων σ' αὐ­τὴ θαυ­μα­σί­ων.

Ὁ θά­να­τός της εἶ­ναι ζω­η­φό­ρος, με­τα­βα­ί­νον­τας σὲ οὐ­ρά­νια καὶ ἀ­θά­να­το ζωή, καὶ ἡ μνή­μη το­ύ­του εἶ­ναι χαρ­μό­συ­νη ἑ­ορ­τὴ καὶ παγ­κό­σμια πα­νή­γυ­ρις, ποὺ ὄ­χι μό­νο ἀ­να­νε­ώ­νει τὴ μνή­μη τῶν θαυ­μα­σί­ων τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, ἀλ­λὰ καὶ προ­σθέ­τει τὴ κοι­νὴ καὶ πα­ρά­δο­ξη συ­νά­θροι­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν Ἀ­πο­στό­λων ἀ­πὸ κά­θε μέ­ρος τῆς γῆς γιὰ τὴν πα­νί­ε­ρη κη­δε­ί­α της, μὲ θε­ο­λή­πτους ὕ­μνους, μὲ τὶς ἀγ­γε­λι­κὲς ἐ­πι­στα­σί­ες καὶ χο­ρο­στα­σί­ες καὶ λει­τουρ­γί­ες γι αὐ­τήν.

Ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος ὁ Κύριος Σα­βα­ὼθ καὶ Υἱ­ὸς αὐ­τῆς τῆς ἀ­ει­πάρ­θε­νης, εἶ­ναι ἀ­ο­ρά­τως πα­ρὼν καὶ ἀ­πο­δί­δει στὴ μη­τέ­ρα τὴν ἐ­ξό­διο τι­μή. Σὲ αὐ­τοῦ τὰ χέ­ρια ἐ­να­πέ­θε­σε καὶ τὸ θε­ο­φό­ρο πνεῦ­μα, διὰ τοῦ ὁ­πο­ί­ου ἔ­πει­τα ἀ­πὸ λί­γο με­τα­θέ­τει καὶ τὸ συ­ζυ­γι­κὸ πρὸς ἐ­κεῖ­νο σῶ­μα σὲ χῶ­ρο ἀ­ε­ί­ζω­ο καὶ οὐ­ρά­νιο.

Δι­ό­τι μό­νο αὐ­τή, εὑ­ρι­σκο­μέ­νη ἀ­νά­με­σα στὸ Θε­ὸ καὶ σ' ὁ­λό­κλη­ρο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, τὸν μὲν Θε­ὸ κα­τέ­στη­σε υἱ­ὸν ἀν­θρώ­που, τοὺς δὲ ἀν­θρώ­πους ἔ­κα­νε υἱ­οὺς Θε­οῦ, οὐ­ρα­νώ­σα­σα τὴ γῆ καὶ θε­ώ­σα­σα τὸ γέ­νος. Καὶ μό­νο αὐ­τὴ ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς γυ­ναῖ­κες ἀ­να­δε­ί­χθη­κε μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ ἐκ φύ­σε­ως πά­νω ἀ­πὸ κά­θε φύ­ση. Ὑ­πῆρ­ξε βα­σί­λισ­σα κά­θε ἐγ­κο­σμί­ου καὶ ὑ­περ­κο­σμί­ου κτί­σμα­τος.

Τώρα ἔ­χον­τας καὶ τὸν οὐ­ρα­νὸ κα­τάλ­λη­λο κα­τοι­κη­τή­ριο, ὡς ται­ρια­στὸ τῆς βα­σί­λει­ο, στὸν ὁ­ποῖ­ο με­τα­τέ­θη­κε σή­με­ρα ἀ­πὸ τὴ γῆ, στά­θη­κε καὶ στὰ δε­ξιὰ τοῦ παμ­βα­σι­λέ­ως μὲ δι­ά­χρυ­σο ἱ­μα­τι­σμὸ ντυ­μέ­νη καὶ στο­λι­σμέ­νη, ὅ­πως λέ­γει ὁ προ­φή­της (Ψάλμ. 44,11).

Δὲν μπο­ροῦ­σε πραγ­μα­τι­κὰ γῆ καὶ τά­φος καὶ θά­να­τος νὰ κρα­τεῖ ἕ­ως τὸ τέ­λος τὸ ζω­αρ­χι­κὸ καὶ θε­ο­δό­χο σῶ­μα της καὶ ἀ­γα­πη­τὸ ἐν­δι­α­ί­τη­μα οὐ­ρα­νοῦ καὶ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ τῶν οὐ­ρα­νῶν.

Ἅγ. Γρη­γό­ριος Πα­λα­μᾶς