ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ... σας θυμίζει κατι;

Το ακόλουθο κείμενο, γραμμένο από τον λόγιο μοναχό Ιωσήφ Βρυέννιο(*) μερικά χρόνια πριν από την άλωση, περιγράφει την πνευματική και ηθική κατάσταση των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης και τους λόγους της επικείμενης συμφοράς τους. Βέβαια, ο Θεός δεν τιμωρεί, αλλά είναι η δική μας αστοχία που προκαλεί την αυτοτιμωρία μας. Η Πόλη έπεσε το 1204 εξ αιτίας της δικής μας διχόνοιας και υπέστη την χαριστική βολή από τους Τούρκους ύστερα από δυόμιση αιώνες παρακμής. Απ' ότι βλέπουμε θα μπορούσε να είχε γραφτεί και σήμερα. Πάντως όση παρακμή κι αν υπάρχει γύρω μας, ας μην ξεχνάμε πως το Ευαγγέλιο μας καλεί σε μια ζωή ευχαριστίας και χαράς, ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω μας. Οι απόστολοι κήρυξαν τον λόγο Του σε εποχές πολύ δύσκολες...


"Αν η εικόνα των τιμωριών, που μας επιβάλλει ο Θεός, προκαλεί αμηχανία και σύγχυση, ας αναλογισθούμε τους παραλογισμούς μας και τότε θα εκπλαγούμε γιατί ακόμη δε μας κτύπησε κεραυνός. Δεν υπάρχει καμιά μορφή διαστροφής που να μην έχουμε διαπράξει σ΄όλη μας τη ζωή. Αυτές δε είναι οι αποδείξεις:


Βαπτιστήκαμε άλλοι δι' απλής και άλλοι δια τριπλής κατάδυσης, και έγινε επίκληση του ονόματος της Αγίας Τριάδας, σε άλλους μία και σε άλλους τρεις φορές.
Οι περισσότεροι από μας όχι απλώς αγνοούμε τι σημαίνει να είσαι Χριστιανός, αλλά και πως ακόμη να κάνουμε το σταυρό μας ή, κι αν ακόμη το γνωρίζουμε, ντρεπόμαστε να τον κάνουμε. Η άφεση των αμαρτιών και η κοινωνία των Θείων δώρων προσφέρονται με την ανταλλαγή δώρων.
Είμαστε ανίκανοι να υπερασπιστούμε το όνομα του Θεού όταν αυτό βλασφημείται, όταν θα έπρεπε να πεθάνουμε γι' Αυτόν.
Αποδίδουμε το κοινό όνομα των έχθρων του σταυρού ο ένας στον άλλο, και το έχουμε συνέχεια στα χείλη μας. Καθημερινά αναθεματίζουμε και καταριόμαστε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Χωρίς δισταγμό κάνουμε όρκους και συνέχεια ψευδορκούμε στο φοβερό και ιερό όνομα του Σωτήρα και Θεού μας, και αυτό χωρίς να υπάρχει καμιά ανάγκη.


Παραπονιόμαστε στο Θεό είτε βρέχει είτε δε βρέχει, είτε χάνει κρύο είτε κάνει ζέστη, πως δίνει πλούτο στον ένα και αφήνει τον άλλο φτωχό, πως πνέει νοτιάς ή έρχεται καταιγίδα από το βοριά και εντελώς απλά μεταμορφωνόμαστε σε αδιάλλακτους δικαστές του Θεού.


Πολλοί από μας αδιάντροπα βλασφημούν την Ορθόδοξη πίστη, το Σταυρό, το Νόμο, τους αγίους, τον ίδιο το Θεό, όταν ακόμη κι ένας άπιστος δε θα το έκανε τόσο πολύ. Θέτουμε σε κίνηση τις άγιες εικόνες και προφασιζόμαστε πως διαβάζουμε το μέλλον μέσα απ ΄αυτές τις κινήσεις. Οι περισσότερες από τις αμαρτίες μας είναι ανεξομολόγητες, κι έτσι είναι και ασυγχώρητες.



Ερευνώντας όλα τα μέλη του σώματός μας τα θέτουμε στην υπηρεσία του εχθρού: μήπως δεν προλέγουμε το μέλλον από τη φαγούρα των χεριών ή της μύτης, από το πέταγμα του βλεφάρου, από το βούισμα του αυτιού, εν συντομία απ΄ όλα τα φυσικά φαινόμενα των οργάνων του σώματος μας; Διακρίνουμε σημάδια στις απαντήσεις και στους χαιρετισμούς των ανθρώπων. Προσέχουμε τις κραυγές των οικόσιτων πτηνών, το πέταγμα και τις κραυγές των κοράκων, και ανακαλύπτουμε οιωνούς σ’ όλα αυτά. Αυταπατώμαστε όταν πιστεύουμε στους αστρολόγους, πως η ύπαρξή μας δηλαδή κατευθύνεται από τις Ώρες, την Τύχη, τις Μοίρες, την Ειμαρμένη τα σημάδια του Ζωδιακού κύκλου και των πλανητών. Είμαστε βέβαιοι πως οι Νηρηίδες ζουν στη θάλασσα και πως Στοιχειά υπάρχουν παντού... Μερικοί από μας λατρεύουν και χαιρετίζουν τη νέα σελήνη. Εορτάζουμε τις Καλένδες, φοράμε τα δαχτυλίδια του Άρη, στολίζουμε τα σπίτια μας με μαγιοστέφανα... Προσέχουμε τα όνειρα και πιστεύουμε πως μας λένε το μέλλον. Κρεμάμε φυλαχτά στο λαιμό μας εξασκούμε τη μαντεία. Καταφεύγουμε καθημερινά σε μάγους, μάντεις, γύφτους, εξορκιστές αναζητούμε στη μαγεία τη θεραπεία κάθε ασθένειας και διαβάζουμε μαγικά σε ανθρώπους και ζώα. Με ξόρκια προσπαθούμε να αυξήσουμε τη γονιμότητα των χωραφιών μας, την ανάπτυξη και υγεία των κοπαδιών μας, να επιτύχουμε στο κυνήγι, να έχουμε άφθονο τρύγο.


Απομακρυνόμαστε ακόμη πιο πολύ από την αρετή ψάχνοντας συνεχώς το κακό. Η φιλία απωθήθηκε και η κακεντρέχεια πήρε τη θέση της. 0 αδελφός εκμεταλλεύεται τον αδελφό, ο κάθε φίλος ακολουθεί το δρόμο τής προδοσίας.. Δεν υπάρχει έλεος, ούτε συμπάθεια μόνο μίσος και αναίδεια.



Οι κύριοί μας είναι άδικοι, αυτοί που μας κυβερνούν αρπακτικοί, οι δικαστές μας διεφθαρμένοι, οι διαιτητές μας ψεύτες, οι πολίτες απατεώνες, οι επαρχιώτες χωρίς κρίση και οι πάντες εν γένει ευτελείς. Οι παρθένες μας είναι πιο προκλητικές και από τις πόρνες, οι χήρες είναι περίεργες χωρίς λόγο, οι παντρεμένες κοροϊδεύουν μια πίστη που οι ίδιες δε φυλάσσουν, οι νέοι είναι χαμένοι στην ακολασία, οι γέροι παραδομένοι στο πιοτό, οι πρεσβυτέρες προσβάλλουν τη θέση τους, οι ιερείς έχουν ξεχάσει το Θεό, οι μονάχοι ξέφυγαν τελείως από το σωστό δρόμο, οι άνθρωποι στον κόσμο είναι τόσο χαμένοι ώστε με τα λόγια μεν να δίνουν την εξωτερική εμφάνιση της ευσέβειας, ενώ μέσα τους να αρνούνται κάθε αρετή. Έχουμε πρόσωπο πόρνης και αμαρτωλού.



Είναι τέτοια η σκληρότητα της καρδιάς μας, η λησμονιά μας, η τύφλα μας, ώστε να μην πιστεύουμε πλέον πως διαπράττουμε πράξεις κακίας ότι υποφέρουμε απ’ αυτές, όταν στην πραγματικότητα είμαστε οι εκτελεστές τους και τα θύματα τους... Αυτές και άλλες είναι οι αμαρτίες που μας καθιστούν άξιους των τιμωριών, με τις οποίες o Θεός μας επισκέπτεται ως πληρωμή γι΄αυτά τα λάθη και άλλες ίσης βαρύτητας κακοήθειες. Έτσι ο Θεός τιμωρεί το λαό Του.


* * *

(*) Ο μοναχός και λόγιος Ιωσήφ Βρυέννιος διέθετε μεγάλη μόρφωση και εξασκούσε επιρροή στα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Γεννήθηκε περί το 1350 μ.Χ. και κοιμήθηκε περί το 1431, μόλις επτά χρόνια πριν συνέλθη η Σύνοδος στην Φερράρα για να συζητήση για την ένωση των Εκκλησιών. Μια ανώνυμη μαρτυρία τον χαρακτηρίζει «πατέρα κοινόν εν πάσι της πίστεως», αφού τον συμβουλεύονταν ο Πατριάρχης Ιωσήφ και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος. Ήταν «διδάσκαλος της Ιεράς των χριστιανών θεολογίας…. και διδάσκαλος των Επιστημών εκ Βασιλέως κεχειροτονημένος». Ήταν επίσημος ιεροκήρυξ του Πατριαρχείου. Διορίσθηκε «διδάσκαλος των διδασκάλων», δηλαδή πρύτανις της Πατριαρχικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν γνώστης της ελληνικής και ιταλικής γλώσσας. Ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός και ο Γεννάδιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, και οι δύο ομολογητές της πίστεως, ήταν μαθητές του.