Εκ νεότητός μου πολλά βοηθεί με ... θέρη (!)


Μεσολάβησαν τρία χρόνια. Ήμουν 25 την τελευταία φορά που ήρθα καλοκαίρι στον επίγειο παράδεισό μου: Αιγαιοπελαγίτικο ορεινό χωριό, κλειστή κοινωνία, ο τόπος που φιλοξενεί αιώνια τους προγόνους μου. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι συγγενείς, οι υπόλοιποι γνωστοί πάππου προς πάππου. Τροχός δεν πατά τα μαρμαρόστρωτα καλντερίμια με τα πολλά σκαλιά κι οι μόνιμοι κάτοικοι φυλλορροούν. Το δημοτικό σχολείο από τετρακόσια παιδιά στην εποχή της μητέρας αριθμεί σήμερα μόνο τριάντα. Από την Μεταμόρφωση του Σωτήρος όμως «μεταμορφώνεται» και το χωριό. Οι μετανάστες εσωτερικού και εξωτερικού με τα βλαστάρια τους επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη όπου ως τον Δεκαπενταύγουστο, δεν πέφτει καρφίτσα. Συγχωριανοί εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε…



Εδώ έζησα τα καλύτερα 24 καλοκαίρια μου, πρακτικά όλη μου τη ζωή, αφού στη μουντάδα της Αθήνας σαν να έπεφτα σε χειμερία νάρκη ως το επόμενο καλοκαίρι. Εκ νεότητός μου πολλά βοηθεί με θέρη…


Τι το ωραίο έβρισκα; Αίσθημα ασφάλειας-ακόμα κάποιοι κοιμούνται με ξεκλείδωτες πόρτες-οικείες μορφές ανθρώπων και αυτοπεποίθηση απορρέουσα από την αναγνώρισή μου ως προσώπου. Όλοι με ήξεραν μα κι εγώ ήξερα πολλούς. Ξέγνοιαστες εξορμήσεις από τα μικράτα μου ως το πτυχίο πότισαν τα βράδια μου με αναμνήσεις. Ειδικά τα βράδια, το χωριό παραδίνεται στα παιδιά. Σήμερα βγήκα μεσάνυχτα και τα δωδεκάχρονα διάσπαρτα κατά σμήνη τράνταζαν τα στενά με τα γέλια και τις κουβέντες τους. Όμως δεν είναι όπως παλιά.



Μὴ κα­τα­πι­στε­ύ­σης με, ἀν­θρω­πί­νη ακρισία… Αυτοέλεγχος και προβληματισμός: άρχισα άραγε να ωραιοποιώ το παρελθόν; Σίγουρα και τα τωρινά παιδιά ζουν τον παράδεισό τους αλλά φαίνεται σαν εγώ να τον έχασα. Αφήστε που αυτή η στερεότυπη μεταξύ τους «φιλική» - υβριστική προσφώνηση όλο το βράδυ, η αδιάκριτη πονηριά των τσιριχτών ή μπάσων φωνών τους με ενοχλεί αφάνταστα. Έτσι ήταν και παλιά;


Όλα έχουν αλλάξει, ίσως όχι έξω, μα σίγουρα μέσα μου. Μεσολάβησε ένας θάνατος, ένας γάμος και τρία χρόνια. Οι συνομήλικοι συρρικνώθηκαν, βαρέθηκαν το χωριό ή δουλεύουν, παρότι αρκετοί πολλαπλασιάστηκαν κιόλας, αφού πια κοιμίζουν τα παιδιά τους. Οι μεγαλύτεροι που με αναγνωρίζουν, μού εύχονται «καλογερασμένοι» και «φαμελίτρα» και όταν τους προσπερνώ οι κεραίες μου καταγράφουν την χαμηλόφωνη αναφορά στον άδικο χαμό του πατέρα. Σαν μια καρφίτσα με τσιμπά και τείνω πια προς την αγοραφοβία. Θα­νά­του καὶ τῆς φθο­ρᾶς ὣς ἔ­σω­σεν, ἑ­αυ­τὸν ἐκ­δε­δω­κὼς τῷ θα­νά­τῳ…



Οι γιαγιάδες πλέον φαντάζουν πιο νέες αφού δεν περνούν πολύ τη μητέρα στην ηλικία, και λιγότερο σοφές, αφού οι ξεβαμμένοι πολιοί κρόταφοι και τα ροζιασμένα χείλη δεν παραπέμπουν πια στη θυμοσοφία αλλά μαγνητίζονται απ’ το κουτσομπολιό και τα σφραγίζει η δεισιδαιμονία. Η Μαρία, μία από τις λίγες νεαρές ντόπιες, ανυπομονεί να δραπετεύσει από την ασφυξία στην πρωτεύουσα όπου πέρασε φοιτήτρια.


Μάλλον επιτέλους ενηλικιώθηκα και πολλά απομυθοποίησα γύρω μου κι εντός μου. Παράδειγμα: Σήμερα η ατμόσφαιρα στην εκκλησία δεν μου φάνηκε γοητευτική όπως παλιά (ή μήπως και τότε δεν ήταν;). Πα­θῶν με τα­ράτ­του­σι προ­σβο­λαί…



Στο ναό, παραπάνω από το μισό εκκλησίασμα ήταν μαυροφορεμένοι. Άνθρωποι πεθαίνουν όπως παντού μα οι συγγενείς εδώ φορούν για μεγάλο διάστημα τα μαύρα. «Λογικό εφόσον νιώθουν το πένθος», θα πει ο καλοπροαίρετος, «εγκλωβισμός στο τι θα πει ο κόσμος;», θα αναρωτηθεί ο υποψιασμένος. Ευτυχώς υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις. Εμένα, πάντως, η εικόνα μ’ έκανε να θέλω να μας φωνάξω: Χριστός ανέστη! Η ζωή είναι μικρή για να είναι ψεύτικη ή θλιβερή!


Απόψε, καθώς αντίκριζα το χωριό από τη στροφή του δρόμου, αχνοφωτισμένο και ήσυχο, ένιωσα μια ελαφριά θλίψη. Πέθανε το φεγγαρόλουστο χωριό, ο παράδεισος των παιδικών, εφηβικών, νεανικών μου χρόνων; Όχι ! Όταν βλέπεις τον κόσμο στην πραγματική του διάσταση μπορείς να δοξολογήσεις πραγματικά, χωρίς φολκλόρ, ψευδαισθήσεις και ψυχολογήματα, μπορείς να ευχαριστήσεις τον Θεό για κάθε όμορφη στιγμή που έζησες...



Πάντων θλιβομένων ἡ χαρά, καὶ ἀδικουμένων προστάτις, καὶ πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, καὶ βακτηρία τυφλῶν, ἀσθενούντων ἐπίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καὶ ἀντίληψις, καὶ ὀρφανῶν βοηθός, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σύ ὑπάρχεις, Ἄχραντε, σπεῦσον, δυσωποῦμεν, ῥύσασθαι τοὺς δούλους σου...


Καλή Παναγία!





Σωτηρούλα Γεωργίου