Κοιτάζω το χέρι μου...


Κοιτάζω το χέρι μου. Ποτέ δεν το ‘χα ξανακοιτάξει έτσι. Τούτο το χέρι απλώθηκε πρώτη φορά στον ουρανό να ψηλαφήσει τον κόσμο, όταν ακόμη δεν ήμουν παρά μια τόση δα μαλακή μάζα γύρω από μια ολόφρεσκη, έκθαμβη ψυχή. Με τούτο ‘δω το χέρι, σκάρωσα τις πρώτες μου μουντζούρες πάνω σε χαρτιά που καθόμουν ολόκληρη πάνω τους κι ύστερα που το βούτηξα στα χώματα για να φτιάχνω πυργάκια και λακούβες στην γη. Ποτέ δεν το εκτίμησα ιδιαίτερα τούτο το άκρο μου, μα πάντα με συντρόφευε η αφή του πάνω στα πράγματα του κόσμου, πάνω σε πρόσωπα ανθρώπων που αγάπησα...


Του ζωγράφισα σχέδια κάποτε, του μασκάρεψα τα νύχια κατά καιρούς, του φόρεσα ένα σωρό μπιχλιμπίδια, για να φωνάζει κάθε τόσο, όσο μπορεί ποια είμαι ή σαν ποια θα ‘θελα να με λογαριάζουν οι άλλοι. Μα ποτέ ως τώρα, δεν πρόσεξα πως τούτο το χἐρι, μεσαίου μεγέθους, με το μικρό σημάδι του και τα πέντε του δάχτυλα, είναι ένας ακριβός ακρίτας της μικρής μου πατρίδας, του κορμιού που πιάνει το χώρο του στον κόσμο τούτο για λογαριασμό μου...


Μα και τούτα τα πόδια μου, με κουβάλησαν όλα τα χιλιόμετρα της ζωής μου. Με στήριξαν αδέξια στα πρώτα μου βήματα, με πήγαν σχολείο κι ούτε παραπονέθηκαν ποτέ που τ’ αγκάρευα στις ανηφόρες, που καταμάτωσα τα γόνατα τους στα χαλίκια, που έτρεξαν μαζί μου για όσο το ζήτησα. Πόδια που ντράπηκα για λογαριασμό τους μέσα στην οδύνη της εγωτικής εφηβικής παραζάλης μου, πόδια που τα γονάτισα κάποτε μποστά στην εικόνα χωρίς όμως να πω γι΄ αυτά ένα «ευχαριστώ».


Παράξενο, ποτέ ως τώρα δεν ένιωσα πως τούτα τα δώρα έχουν κι αυτά μιαν αξία ανεκτίμητη, παρ ότι στ΄αλήθεια, είμαι ένας πλούσιος άνθρωπος. Όμως, δεν είναι τα πόδια και τα χέρια μου σήμερα καινούρια. Σήμερα άλλαξε ο νους μου που λογαριάζει τις κατακτήσεις και τα «θέλω»του. Που δε βλέπει πως όλη του η κληρονομιά είναι τούτο το σώμα κι η ψυχή που μου αγκαλιάζει τα 28 χρόνια που μετρά η ιστορία μου. Κι έτσι, ξέρω πια...

Δεν είναι τώρα που πλούτισα. Ήταν ο λογισμός μου πολύ άπληστος και δεν αναπαύτηκε ποτέ σε όσα είχα, δεν είπα ποτέ ένα «δόξα τω Θεώ» για το τώρα, για τα όσα έχω και γι΄αυτό που είμαι και έγινα ως εδώ. Ήμουν λοιπόν πλούσια και χθες. Θα ήμουν πλούσια ίσως και χωρίς χέρια ή πόδια όπως κάποιοι άνθρωποι με σακατεμένα τα μέρη του κορμιού, μα με την ψυχή γιγάντια. Άρα - σκέπτομαι - πλούσια είμαι μόνο όταν χαίρομαι για όσα έχω. Τα μικρά που αγνοώ και θεωρώ δεδομένα, όταν εκτιμώ το «ως εδώ που είμαι» και το «ως εδώ που έφτασα μόλις τώρα», το «όσα έχω από τον Θεό τούτη τη μονάκριβη στιγμή». Είμαι πλούσια για τα μικρά εκείνα «κεκτημένα» που ο αγωνιώδης λογισμός αγνοεί κυνηγώντας πάντοτε κάτι άλλο, υψηλοφρονώντας το κάτι κι αγνοώντας τα πάντα..


Και ζωή, είναι τελικά όλα αυτά που «φρενάρουν» το χρόνο στο ανεπανάληπτο λεπτό, είναι η στιγμή της δοξολογίας που δε ζητά τίποτε παραπάνω, κι αγαπά ο,τι περιλαμβάνει το «τώρα» της...

Ελ.