Μα γιατί κυρία μας το κάνετε αυτό;

«Μα γιατί κυρία μας το κάνετε αυτό;», αντηχεί στ΄ αυτιά μου η διαμαρτυρία της μαθήτριάς μου του λυκείου.

Τι τους έκανα; Τους έλεγα για όλα τούτα τα ανόητα ξεσπάσματα επίπλαστης ευτυχίας που συμβαίνουν γύρω μας τις γιορτές, που μόνο την φτώχεια δείχνουν της καθημερινής μας αγχωμένης διαβίωσης. Για τα ξοδεμένα χρήματα που δεν περίσσευαν, για την παγκόσμια κρίση που λησμονήθηκε, για το σκεπτικισμό τους απέναντι στο Χριστό και την άκρατη πίστη τους στα ξωτικά και τους μάγους, για την άγνοια των νεοελλήνων και την ημιμάθεια, που εμποδίζει την ψυχή μας να φωνάξει ζητώντας λύτρωση.

Όμως, το μόνο που έκανα ήταν να τους καταστρέφω την ψεύτικη χαρά τους, έστω τούτη την μικρή αναγκαία τους αυταπάτη. Μάλλον δεν έκανα καλά. Αυτό που ήθελαν να μου πουν τα παιδιά κι αντέδρασαν παραπονεμένα για τη «βίαιη» προσγείωση τους στην αλήθεια, ήταν πως τα στολίδια κι οι ψεύτικες ευχές ήταν η μόνη ελπίδα τους μέσα σ΄ ένα κόσμο όπου οι αξίες μία-μία καταρρέουν.

Τα παιδιά, οι ανταριασμένοι έφηβοι που είχα απέναντι μου, τσαλαβουτούν σε μια θάλασσα από πληροφορίες που αποκτούν βίαια και ασταμάτητα, γνώσεις άκαιρες και γι΄ αυτό παραβιαστικές της αδιαμόρφωτης προσωπικότητας τους, απάνθρωπες σχετικοποιήσεις και απογυμνώσεις του κόσμου γύρω τους, από κάθε ιδανικό. Αποκλεισμένοι από κάθε δυνατότητα για υπέρβαση και από κάθε πρότυπο που θα ξεδιψούσε την ορμή τους για ζωή, εκλιπαρούν για λίγη ψευδαίσθηση ηδονής, για λίγη λήθη. Εκείνα μεγαλώνουν σ΄ ένα κόσμο όπου η απάτη δεν διαχωρίζεται ποτέ απ’ την αλήθεια, κι όλα όσα θυμίζουν ζωή είναι θαμμένα στην εικονική τους πραγματικότητα. Η αληθινή σκληρότητα της ζωής, ο θάνατος, εξοστρακίζεται μακριά απ΄ τα βλέμματα τους, παίρνοντας μαζί του την ελπίδα που δίνει η μνήμη του στον άνθρωπο να παλέψει λυσσαλέα για ένα νόημα ζωής.

Ήταν αλήθεια βίαιο να τους μιλώ για τη φτώχεια των στερεότυπων γιορτινών ευχών, αφού τα λόγια που μοιράζονται είναι ψεύτικα. Αφού οι τραγικές ειδήσεις είναι ξεκομμένες από τον ατόφιο πόνο, ο θάνατος είναι ηλεκτρονικό παιχνίδι, κι η ζωή ψευδαίσθηση πίσω από παγερές εικόνες.
Τότε άραγε τι πειράζει η αγάπη να είναι σλόγκαν και τα «χρόνια» να είναι «πολλά» άσχετα με το πόσο αξία θα έχουν; Όταν η Μικρά Ασία είναι παρένθεση στο κατεβατό ενός κενού νοημάτων βιβλίου, ο Μέγας Βασίλειος αργία, ο Άγιος Νικόλαος στάση του τρένου και τα Χριστούγεννα τραγική νησίδα οικογενειακής θαλπωρής μέσα στο χάος της κατάρρευσης του θεσμού, τότε τι πειράζουν τα τυπικά ονόματα και οι χειρονομίες; Όταν ο έρωτας εξαργυρώνεται, η ιστορία βαφτίζεται προπαγάνδα, οι τραμπούκοι γίνονται ήρωες κι «ο πηγεμός για την Ιθάκη» λογίζεται σαν χάσιμο χρόνου και χρήματος, με τι λόγια να πω ότι αργοπέθαινε ο κόσμος μέχρι να τον αρπάξει η αγάπη του Χριστού απ΄ τον γκρεμό;

Μα στ΄ αλήθεια τι νόμιζα ότι θα πετύχω λέγοντας για τη γέννηση του Χριστού σε τούτα τα δροσερά, μα τόσο κουρασμένα παιδιά; Τα παιδιά μού τραγουδούν διαφημιστικά σποτάκια, κι εγώ «δεν έχω τι να παίξω στα παιδιά»...
Και η Αλήθεια; Ποιος θα τους πει για την Αλήθεια; Η δοξολογία, η ευχαριστία που ξεκινά απ΄ την πρώτη αναγέννηση του πιστού στη νέα μέρα και κορυφώνεται με το μυστήριο της Κοινωνίας Του για να συνεχιστεί μέχρι όσο αντέχει η πείνα και η δίψα της ψυχής, πως χωράει σε τόσα ψέματα που ντύνουν τα λόγια και τις στιγμές τους; Λέξεις άγνωστες, βιώματα τόσο ξένα για εκείνα.

Άραγε πόσο παράξενη τους μοιάζω μες την τάξη την ώρα των θρησκευτικών; Πόσο μακριά όλα τούτα τα ακριβά κι απ’ τη ζωή μου την ίδια και πόσο ποθητά; «Διψάστε παιδιά» ευχήθηκα, «ας διψάσουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας. Κι ο βίος μας, που είναι κάθε μέρα ανεόρταστος ας γίνει γλέντι σε τραπέζι βασιλικό!». Τα παιδιά με κοιτούσαν πιο ήσυχα πια, αφού δε με πείραζαν άλλο τα σχέδια τους για ατέλειωτα ψώνια και χιονοδρομικά κέντρα. Όσο γι’ αυτά που τους είπα, τα άφησαν κάπου στο βάθος της ψυχής τους να κοιμούνται.

Τα άφησα κι εγώ να κατασταλάξουν μέσα μου σαν ευχή κι ύστερα κλείσαμε τα βιβλία και ανταλλάξαμε ευχές.

Χριστός γεννάται! έγραψα εγώ στον πίνακα και χαιρόμουν.

Κι εκείνα χαίρονταν μαζί μου, τραγουδώντας γελαστά:Merry Christmas ho, ho, ho...

Ελευθερία