Μέρες Οργής


Vredens Dag  -  Μέρες Οργής 

Carl Th. Dreyer  ( 1943)
 

Η αριστουργηματική ταινία «Μέρες Οργής» του Carl Dreyer γυρίστηκε στη Γερμανοκρατούμενη Δανία του 1943. Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη εποχή που επικρατούσε η επιφυλακτικότητα, η δυσπιστία και ο φόβος της σκληρής ναζιστικής αλαζονείας, ο Dreyer τροποποιώντας ένα θεατρικό έργο, επιστρέφει σε μια παλαιότερη δύσκολη εποχή σκληρότητας και υποκρισίας, όπου το δημόσιο κάψιμο των μαγισσών συνιστούσε την κύρια εκδήλωση κοινωνικής αρετής, στο ημίφως της Δανίας του 1623.



 
Το βασικό θέμα της ταινίας είναι ο έρωτας μεταξύ μιας νεαρής παντρεμένης γυναίκας και του γιου, του πολύ μεγαλύτερου σε ηλικία και ιερωμένου συζύγου της, όμως δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ταινία σαν αισθηματική. Η πλοκή του έργου, με έντονες ψυχολογικές συγκρούσεις των κεντρικών προσώπων, εκτυλίσσεται σε μια ατμόσφαιρα που κυμαίνεται η μαγεία και οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις της, αλλά η ταινία δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε σαν μεταφυσική. Οι προβληματισμοί που προκύπτουν και τα θέματα που θίγονται μέσα στο αυστηρό και λιτό περιβάλλον, από τη συναισθηματική εκφραστικότητα που φορτίζει το φαινομενικά διαυγές ύφος της ταινίας, δεν θα μπορούσαν επίσης να την προσδιορίσουν σαν κοινωνική. Η ταινία τελικά είναι σε όλα τα επίπεδα της βαθιά δραματική, γιατί ξεδιπλώνει πολυδιάστατα τις δραματικές αλήθειες ενός τρόπου ζωής, προσαρμοσμένου από τον άνθρωπο στα μέτρα του εγωισμού και της υπεροψίας του, της ανευθυνότητας και των ποικίλων συμβιβασμών του, μιας ζωής χωρίς πνευματική ανάταση, με τυφλή θρησκευτικότητα χωρίς θεϊκή παρουσία.

 

Ο Ντράγιερ αντλώντας στοιχεία από βιώματα πικρίας, απόρριψης και μοναξιάς στην προσωπική του ζωή, διεισδύει με ευελιξία και αναλύει πειστικά τη ζωή των ηρώων του, ώστε να αποδίδει την αλήθεια δημιουργώντας τέχνη με ωριμότητα, πληρότητα και μέτρο. Ισορροπεί θαυμαστά τους χαρακτήρες του έργου του ανάμεσα στο πάθος και στο όνειρο, στην προδοσία και το καθήκον, στην απωθημένη ενοχή και στην αναζήτηση του Θεού. Όμως «η Μέρα της Οργής πλησιάζει, ημέρα θρήνου και φρικτής τιμωρίας», διαβάζουμε στον ύμνο της εισαγωγής της ταινίας με τη συνοδεία της κατάλληλης υποβλητικής μουσικής.  Το έργο αρχίζει.


Η μάγισσα Marthe Herlof [Anna Svierkier] ακούει στο σπίτι της το σήμαντρο που αναγγέλλει ότι οι κυνηγοί μαγισσών εντόπισαν το νέο θήραμα τους και έντρομη αντιλαμβάνεται πως τη φωνάζουν και να της χτυπούν την πόρτα. Το σήμαντρο αυτή τη φορά ηχεί για κείνη. Απομακρύνεται κρυφά χωρίς να την αντιληφθούν.

 

Στο σπίτι του πάστορα Absalon Pedersson [Thorkild Roose] βλέπουμε τη νεαρή σύζυγο του Anne [Lisbeth Movin] και τη μητέρα του Meret [Sigrid Neiiendam]. Είναι τόσο διαφορετικές οι εικόνες τους! Η Άννε, διστακτική και ακαθόριστη, προσπαθεί να ενταχθεί αρμονικά στη νέα της οικογένεια. Η γιαγιά Μέρετ βλοσυρή και μονολιθική, παρακολουθεί σαν άγρυπνος δεσμοφύλακας τις κινήσεις της Άννε, έτοιμη να τεκμηριώσει την αντιπάθεια της γι’ αυτήν και να την καταδώσει στον σύζυγο της. Πλησιάζει την πόρτα του γραφείου του γιου της και τον προτρέπει να βιαστεί, γιατί το πλοίο που φέρνει τον εγγονό της από τον πρώτο γάμο του Άμπσαλον, έχει ήδη φτάσει. Εκείνος λιτός, σοβαρός και συγκεντρωμένος στον εαυτό του, πηγαίνει να προϋπαντήσει τον γιο του Martin [Preben Lerdorff]. Ο Μάρτιν όμως που βρισκόταν ήδη στον δρόμο για το σπίτι, φθάνει και βρίσκει την Άννε μόνη της. Είναι το ίδιο νέος με κείνη, το ίδιο απλός με τον πατέρα του. Με καλή θέληση, ευγένεια και ειλικρίνεια, ανταλλάσσουν τις πρώτες εντυπώσεις της γνωριμίας τους. Η ευγένεια προδιαθέτει θετικά και η ειλικρίνεια αφοπλίζει. Όταν έρχεται ο Άμπσαλον, έχουν συνάψει την πρώτη συμμαχία τους. Ο Μάρτιν κρύβεται, για να έχει ο πατέρας του μια ευχάριστη έκπληξη. Η ατμόσφαιρα είναι ακόμα ανάλαφρη με τον ερχομό του Μάρτιν, όμως οι συμμαχίες που αναπτύσσονται σε ένα βαρύ, σοβαρό και πιεστικό περιβάλλον ανάμεσα σε ένα νεαρό και μια κοπέλα συνομήλικη του, εύκολα μπορούν να ξεφύγουν από τα προκαθορισμένα όρια.


Η μάγισσα Μάρτε έχει καταφύγει εν τω μεταξύ στο σπίτι του Άμπσαλον και ζήτησε από την Άννε να την κρύψει. Οι διώκτες της την εντόπισαν και την συλλαμβάνουν. Η Μάρτε γνωρίζει πως η μητέρα της Άννε ήταν μάγισσα και ο Άμπσαλον την απάλλαξε από την κατηγορία, για να μπορέσει να παντρευτεί την κόρη της. Όταν εκείνος την εξομολογεί στο γραφείο του, η Μάρτε τον κατηγορεί και τον εκβιάζει, απαιτώντας να ελευθερώσει και την ίδια.   
  

Ο φόβος, η αγωνία και οι απελπισμένες προσπάθειες της Μάρτε, αποτελούν το προοίμιο μόνο μιας θλιβερής «ελεγείας της σκληρότητας», που ο Ντράγιερ με μοναδικό τρόπο μας παρουσιάζει στη συνέχεια σε δύο μέρη. Στο πρώτο, οι ειδικοί ανακριτές με μεθόδους βασανισμού που στερεότυπα εφαρμόζονται από κάθε μορφή ανεξέλεγκτης εξουσίας και ενώ οι κραυγές της γριάς μάγισσας αντανακλούν στους άδειους πέτρινους τοίχους και συγκρούονται με τις τεράστιες μαύρες σκιές που γεμίζουν τον χώρο και τις ψυχές όσων μετέχουν στην ανάκριση, αποσπούν από την εξουθενωμένη Μάρτε την ομολογία που θέλουν. Η φρίκη ωστόσο δεν αγγίζει τους ανακριτές, αντίθετα με την Άννε και τον Μάρτιν που με συγκλονισμένες τις ευαίσθητες και ευάλωτες καρδιές τους, προχώρησαν σε μια συμμαχία τρυφερότητας και κατέφυγαν στην προστατευτική γαλήνη της εξοχής.
Η ηρεμία της φύσης, η βλάστηση της γης, η χαρά που νιώθουν να βρίσκονται μαζί, είναι μια βαθιά ανάσα για τον θεατή.

Η ώρα της απάνθρωπης τιμωρίας του κακού, φθάνει. Η πυρά είναι έτοιμη. Η Μάρτε προετοιμάστηκε για τον θάνατο της από τον Άμπσαλον. Του ζήτησε και πάλι να τη σώσει και αποκαλώντας τον ψεύτη, τον έδιωξε από κοντά της φορτωμένο με τις ενοχές του. Τον προειδοποίησε πως αν την αφήσει να καεί στην πυρά, το ίδιο θα συμβεί και στην Άννε. Εκείνος δεν έδωσε σημασία. Το τυπικό όμως της επίσημης διαδικασίας συνεχίζεται. Ενώ δένουν τη γριά μάγισσα, ομάδα παιδιών ψάλλει τον ύμνο «Ημέρα οργής, ημέρα θρήνου». Η επόμενη γενιά αναλγησίας, ακολουθεί και προετοιμάζεται στα πρότυπα της κοινωνίας. Η φριχτή κραυγή της Μάρτε τη στιγμή που τη ρίχνουν στη φωτιά, δονεί την ατμόσφαιρα και σφραγίζει ένα ακόμα έγκλημα διεστραμμένης  πίστης στο όνομα του Θεού.
 

Οι κατηγορίες της Μάρτε δεν φεύγουν από το μυαλό του Άμπσαλον. Αποκαλύπτει στην Άννε ότι η μητέρα της ήταν μάγισσα. «Είχε τη δύναμη της επίκλησης. Αν καλούσε κάποιον, ζωντανό ή νεκρό, έπρεπε να φανεί. Αν επιθυμούσε τον θάνατο κάποιου, αυτός πέθαινε!» Την έσωσε για χάρη της. «Όμως δεν με ρώτησες ποτέ αν σ’ αγαπώ!» του λέει εκείνη και τον αγκαλιάζει. Εκείνος την απωθεί απαλά, κοιτώντας την σαν κάτι αγαπητό μα μακρινό. «Τα υπέροχα μάτια σου» της λέει, «τόσο παιδικά, αγνά και καθαρά!»

Η Άννε μόνη, σβήνει τον λύχνο, βλέπει τη νύχτα από το παράθυρο και δοκιμάζει τις δυνάμεις της. Καλεί τον Μάρτιν νοερά και πραγματικά εκείνος εμφανίζεται! «Κανείς δεν έχει τα μάτια σου!» της λέει. «Είναι παιδικά, αγνά και καθαρά;» τον ρωτά εκείνη.
«Όχι, είναι βαθιά, γεμάτα μυστήριο!» της απαντά. Τι καθρεφτίζουν λοιπόν τώρα τα μάτια της Άννε; Την καρδιά της, βλέποντας τον Μάρτιν που δίνει υπόσταση στα όνειρα της ή μήπως την επιβεβαίωση πως έχει κληρονομήσει τις μαγικές δυνάμεις της μητέρας της και μπορεί να κατευθύνει τη ζωή της;
«Σε βλέπω μέσα από τα δάκρυα μου» του λέει, «Κι’ εγώ σου τα σκουπίζω!» απαντά εκείνος. Μέσα στη νύχτα, φεύγουν στο δάσος.

 

Σε κάθε σκηνή που παρουσιάζει ο Ντράγιερ, διευθύνει «μαγικά» την ορχήστρα του και κατευθύνει τα θέματα της σύνθεσης του παράλληλα, τονίζοντας περισσότερο κάθε φορά κάποιο απ’ αυτά, σε μια συνεχή πλοκή της μαγείας με την σκληρότητα, της σκληρότητας με τον έρωτα, του έρωτα με τη μαγεία.
Η παρουσίαση του έρωτα της Άννε δίνει την αίσθηση ότι ολοκληρώνει και εξαντλεί το θέμα, ένα θέμα από τη φύση του ανεξάντλητο. Από το πέρασμα της τρυφερότητας στην οικειότητα και από κει στον έρωτα, η Άννε μεταμορφώνεται κυριολεκτικά. Οι πλαστικές νεανικές της κινήσεις, δείχνουν τώρα ανάερες, χορευτικές. Το δροσερό της πρόσωπο αποκτά λάμψη και ακτινοβολία. Το γέλιο της γεμίζει και στολίζει το σπίτι. Ο Άμπσαλον είναι ευχάριστα έκπληκτος από την αλλαγή της, αλλά η γιαγιά Μέρετ είναι γεμάτη ανησυχία και βλέπει την καταιγίδα να πλησιάζει. Προειδοποιεί όσο ανοιχτά μπορεί, όμως στον έρωτα δεν λειτουργεί η λογική. Είναι τόσο έντονος και απόλυτος ο αιφνιδιασμός της Βούλησης, που όλη η ενέργεια της κινείται προς το Συναίσθημα όπου γεννά τον έρωτα, αφήνοντας τη Σκέψη να υπολειτουργεί χωρίς σύνεση, χωρίς λογική. 

Η Άννε απολαμβάνει την ευτυχία της με τον Μάρτιν στο δάσος, στο ποτάμι, ακόμα και στο σπίτι, όπου αρχίζει να φέρεται με αναίδεια. Θέλει να το φωνάξει, θέλει να μάθουν όλοι πως είναι ερωτευμένη. Ο Μάρτιν συνεπαρμένος από το αίσθημα αυτό, συμμετέχει και ο ίδιος στο μέτρο που του επιτρέπουν οι ενοχές του.



 
 Όμως ο έρωτας έχει θεϊκή υφή, γι’ αυτό και μακριά από τον Θεό είναι επικίνδυνος και  καταστροφικός. Ο Άμπσαλον επιστρέφει τη νύχτα από το σπίτι του κύριου ανακριτή της Μάρτε, που αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε όπως εκείνη τον είχε προειδοποιήσει. Πριν από λίγο ένιωσε και ο ίδιος μια πνοή θανάτου να τον τυλίγει. Μόλις μένει μόνος με την Άννε, της ζητά να τον συγχωρήσει που την παντρεύτηκε τόσο νέα και τη ρωτά αν ευχήθηκε ποτέ τον θάνατο του. Για κείνη, ο Άμπσαλον είναι το μόνο εμπόδιο στη χαρά της. Πλημμυρισμένη από το αδηφάγο αίσθημα της και με τη σιγουριά της μαγικής δύναμης της, χωρίς δεύτερη σκέψη, του φανερώνει πως ναι, εύχεται τον θάνατο του και περισσότερο τώρα που αυτή και ο Μάρτιν…  «Εσύ και ο Μάρτιν;» Η φοβερή αλήθεια αποκαλύφθηκε. Ο Άμπσαλον με φρίκη αρχίζει να τρέμει, σηκώνεται να φύγει μακριά της, φωνάζει τον Μάρτιν, μα πριν εκείνος φανεί, σωριάζεται νεκρός. Τον σκότωσε άραγε η ανίερη αλήθεια που έμαθε ή η δύναμη της ευχής της; 

Σε κάθε θέμα που παρουσιάζει ο Ντράγιερ, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια του, εντυπωσιάζει με τη σαφήνεια και τη βαθιά γνώση του. Το θέμα της μαγείας δεν είναι καθόλου εύκολο, όμως το επεξεργάζεται και το παρουσιάζει απλά και καθαρά, πέρα από βότανα και μυστηριώδη υλικά που καμιά δύναμη δεν έχουν από μόνα τους, πέρα από τις τελετουργικές διαδικασίες που ο κύριος σκοπός τους είναι να κρατήσουν τη βούληση επικεντρωμένη, αδιάσπαστη στον επιδιωκόμενο στόχο. Η μόνη δύναμη της μαγείας είναι η βούληση, η βαθιά επιθυμία, η ευχή του ανθρώπου για κάτι. Είναι μια δύναμη σαν τον έρωτα, θεϊκής υφής, δώρα του Θεού, κατ’ εικόνα Θεού και επομένως οφειλόμενα στον Θεό.
Μακριά από τον Θεό και όταν ακόμα δεν γίνεται επίκληση του κακού, οι δαιμονικές δυνάμεις πρόθυμα συνεπικουρούν στο να εκπληρωθούν κάποιες σκοτεινές επιθυμίες, μέχρι να επιτύχουν τον δικό τους στόχο, να επιφέρουν την πλήρη καταστροφή.

 
Ο Άμπσαλον είναι νεκρός. Ο Μάρτιν κυνηγημένος από τις ερινύες της απερισκεψίας του, κλαίει και θρηνεί. Πριν από την κηδεία, μπροστά στο φέρετρο και τους συγκεντρωμένους ιερείς, αποχαιρετά τον πατέρα του με λίγα επικήδεια λόγια και σύμφωνα με το έθιμο συμπληρώνει πως ο θάνατος αυτός δεν βαρύνει κανέναν, άντρα ή γυναίκα.
Η γιαγιά Μέρετ ξαφνιασμένη τον κοιτάζει, σηκώνεται και παίρνει τον λόγο: «Εγώ, θα πω την αλήθεια. Ο γιος μου είναι εδώ δολοφονημένος κι’ εκείνη που τον σκότωσε, είναι εκεί. Την καταγγέλλω για μαγεία. Με τη βοήθεια του κακού σε μάγεψε Μάρτιν, με τη βοήθεια του κακού σκότωσε τον άντρα της!»
«Με τη βοήθεια του κακού;» Ο Μάρτιν σαστισμένος και έντρομος απομακρύνεται από κοντά της και πηγαίνει να σταθεί δίπλα στη γιαγιά του.  Η Άννε νιώθει ξαφνικά τον έρωτα της μετέωρο, τα όνειρα της να καταρρέουν, αισθάνεται βαθιά προδομένη και την καρδιά της να κατακλύζεται από ένα κύμα ψυχρής μοναξιάς.
Ο επικεφαλής των παρισταμένων της ζητά να ακουμπήσει το χέρι της στον νεκρό και να ορκιστεί. Εκείνη σαν υπνωτισμένη, πλησιάζει το φέρετρο. «Ορκίζομαι…»
Θα ορκιστεί πως είναι αθώα, θα προσπαθήσει να περισώσει ό, τι μπορεί;
Μα είναι μάταιο. Όλα πια χάθηκαν. Τι νόημα έχει το τι θα επακολουθήσει; Κοιτάζει τον νεκρό άντρα της και συνεχίζει «Ομολογώ…ομολογώ, με τη βοήθεια του κακού σε σκότωσα, με τη βοήθεια του κακού πλάνεψα τον γιο σου. Τώρα, ξέρεις!»

Η δραματική κορύφωση με την ομολογία της Άννε, αποτελεί το απρόβλεπτο επιστέγασμα σε ένα έργο χωρίς διακριτούς ρόλους ακραίων χαρακτήρων, σε ένα έργο όπου όλοι έχουν κάποιο δίκιο, αλλά δεν είναι αρκετά καλοί ώστε να αναμένουμε τη δικαίωση τους και όλοι είναι αμαρτωλοί, αλλά όχι τόσο κακοί για να  δεχθούμε σαν επιβεβλημένη τη σκληρή τιμωρία τους.




Ωστόσο η Άννε είναι το κεντρικό πρόσωπο του έργου και η αυτοκαταδίκη της που προκαθόρισε η γριά Μάρτε, συνιστά και την κάθαρση μιας τραγωδίας, που σε καλεί και σε ωθεί να την επεξεργαστείς σε αυστηρά προσωπικό επίπεδο, χωρίς σχολιασμό των γεγονότων και καθοδήγηση από τα χορικά κάποιας κοινωνικής ομάδας, κατά τα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας.
Αντί χορού εδώ, μας συνοδεύει ο απόηχος του ύμνου της Κρίσεως:
                                 «Οργής ημέρα, άκου το κάλεσμα μας
                                   λυπητερό ξέσπασμα δακρύων,
                                   με το αίμα σου, σώσε μας Ιησού...»

Η Άννε, σταθερή και σοβαρή, ολοκλήρωσε τη λιγόλογη συγκλονιστική ομολογία της στον Άμπσαλον, σαν να βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους στο παγωμένο δωμάτιο. «Βλέπω μέσα από τα δάκρυα μου» μονολογεί, «αλλά κανείς δεν έρχεται να τα σκουπίσει»… Και έχοντας επιδιώξει  και αποδεχτεί το αντίτιμο της παράνομης ευτυχίας που έζησε, άδεια από κάθε γήινη προσδοκία, στρέφει αργά το βλέμμα της στον Ουρανό, στη μόνη ειλικρινή επίκληση του Θεού σε όλο το έργο, τη μόνη αχτίδα ελπίδας.   

Μ. Ψ.