Νύχτα, στους δρόμους τη Πόλης...



Στους δρόμους της Πόλης και πάλι. Δειλινό στον Κεράτιο και ανακατεύομαι με τα μιλιούνια των ανθρώπων. Με ρώτησες τι γυρεύω πάλι εκεί. Αστεία πράγματα. Όχι δεν θέλω να πάρουμε πίσω την Πόλη, θέλω να είναι πάντα εκεί να μου θυμίζει όσα χάσαμε, όσα είμαστε κάποτε, όσα ονειρεύτηκαν οι πρόγονοί μας που έζησαν εδώ...


Άσε που και να την παίρναμε την Πόλη, χάλια θα την κάναμε. Θα αρχίζαμε τους εκσυγχρονισμούς και την άρνηση του παρελθόντος και θα μπερδεύαμε και τους ξένους και τα παιδιά μας...


Τουλάχιστον οι Τούρκοι το ομολογούν με παρρησία. Την κατακτήσαμε, δική μας κάναμε την δοξασμένη Πόλη που πριν την είχαν οι Έλληνες. Το βλέπεις σ' όλα τα Βυζαντινά μνημεία. Καμαρώνουν για την νίκη τους, δεν αμφισβητούν την ταυτότητα του ηττημένου...


 Γι αυτο άσε με νά' ρχομαι στην Πόλη, να περιπλανιέμαι στα σοκάκια της, να βολτάρω βράδυ στην γέφυρα του Γαλατά...


Κι απ' τη γέφυρα να χαζεύω τον Κεράτιο, όπως έκαναν οι παππούδες μου τα βράδια, όταν κατεβαίνανε για βόλτα από το Μέγα Ρεύμα, το Αρναούτκιοϊ, όπως το λένε οι Τουρκαλάδες...


 Παλιά, κάπου εκεί στο βάθος ήταν η αλυσίδα που εμπόδιζε τους επιδρομείς να μπαίνουνε στον κόλπο...

 

Σκεπτικός κατέβηκα να αγοράσω ψαράκια τηγανισμένα από τις βάρκες και να τα σιγοτρώω χαζεύοντας το γυρολόγημα των ανθρώπων...


Κι ύστερα χορτασμένος ανηφόρισα τα στενά, περνώντας μπροστά από τον πύργο του Γαλατά, για την Λεωφόρο του Πέραν, εκεί που κάποτε άκουγες μόνο Ελληνικές κουβέντες, πριν το 55 σου λέω, καταλαβαίνεις τώρα...


Τον λέγανε και πύργο του Ιησού οι Γενοβέζοι που τον χτίσανε, μα τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση, έγινε πύργος του πόνου, φυλακή τον κάνανε οι Οθωμανοί, ποιος ξέρει, μπορεί κάποιος προγονός μου να έχυσε το αίμα του, εδώ που τώρα τρώνε οι τουρίστες...


Έφτασα λαχανιασμένος στο Πέραν, μεγάλη η ανηφόρα βλέπεις, κι ανακατεύτηκα με το πλήθος που βόλταρε ραχάτικα στην πλακοστρωμένη Λεωφόρο...


Πέρασα μπροστά απ' το Ελληνικό Προξενείο. Το κτίριο το δώρησε η οικογένεια του Συμεωνάκη Σινιόσογλου,  ο οποίος  ήταν τραπεζίτης και έμπορος στην Κωνσταντινούπολη και προμήθευε το υπουργείο Στρατιωτικών. Ανακηρύχθηκε μέγας ευεργέτης. Με δικές του δωρεές είχαν χτιστεί αρκετά ορφανοτροφεία και ελληνικά σχολεία. Τώρα οι Τούρκοι θέλουν να το φάνε, απειλούν με κατάσχεση το κτίριο. Ξέρουν αυτοί, τόσα κτίρια δικά μας φάγανε έτσι, τα λεγε ο παππούς μου...
  

Ανακατεύτηκα κι εγώ με τον κόσμο, ξεχάστηκα να βλέπω τα χρώματα της ανατολής...
 

Κάποτε γεμάτος ήταν ο τόπος από Αρμεναίους, πάει τους φάγανε αυτούς, ελάχιστοι μείνανε, να σαν κι αυτόν με το όνομα το δοξασμένο...


Κι οι βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων γεμάτες από σερμπέτια και κάθε λογής γλυκά, κάνουν τα σάλια μου να τρέχουν...


Κιουνεφέ και Σουλτάν Καταΐφ, Εκμέκ και μπακλαβάδες με φυστίκι, Καζάν ντιπί, Ταού κιοκτσού και Μαλεμπί. Αλλά να θυμάσαι: στο Σεράϊ να πας, δικό μας μαγαζί αυτό...


Κι είναι κι αυτός ο ντοντουρμάς, το παγωτό ντε, το φτιάχνουνε παντού στον δρόμο σου, με τον παλιό τον τρόπο, είναι και λίγο ατραξιόν για τους τουρίστες...


Μόνο θυμήσου! Άμα θες να φτιάξεις, μην ξεχάσεις να βάλεις μαστίχα και σαλέπι...


Προσπέρασα βιαστικά τον ζητιάνο και χώθηκα στην αγορά...


Ευφράνθηκαν τα μάτια μου απ' τα πολύχρωμα μπαχάρια...


Χασομέρησα στα παζάρια για καντηλέρια και τα φωτιστικά...
 

Για να περάσει η ώρα το' κανα, να χαρώ τις στιγμές και τα χρώματα...


Παζαρεύεις τα πάντα εδώ, σε κερνάνε και τσάι...


Ότι πραμάτεια θέλεις θα την βρεις...


Αργά τη νύχτα, τα βήματα μου με οδήγησαν στο Μπαλίκ παζάρ, στην ψαραγορά...

 Πήρα μύδια τηγανητά στο καλαμάκι. Τα' φτιαχνε κι η γιαγιά μου...


Φεύγοντας, δάκρυσα ακούγοντας τον τυφλό οργανοπαίχτη. Οι αμανέδες μού έσκισαν την καρδιά, μα το εγγονάκι του που τον κοιτούσε με λατρεία μου γλύκανε την ψυχή...


Τέλειωσα το βράδυ μου στο γνωστό μαγαζί. Εδώ δεν θα ακούσεις φολκλόρ, ούτε θα δεις χορούς της κοιλιάς. Νεαροί Τούρκοι συχνάζουν κι ακούνε έντεχνη μουσική της Πόλης. Ίδιοι άνθρωποι με μας είναι, ίδιους δρόμους μουσικούς ακούμε, ίδιες παραδόσεις έχουμε. Μετάφρασε τα λόγια από τα τραγούδια και ο νταλκάς ίδιος μένει...


Ανηφόρισα για το ξενοδοχείο μου, πέρα στην πλατεία Ταξίμ. Φτάνοντας κοντοστάθηκα και κοίταξα το μνημείο στο κέντρο. Ξέρεις, δεσπόζει ο ανδριάντας του Κεμάλ, που  τον παρουσιάζει ν΄ αναλαμβάνει την επίθεση κατά των Ελλήνων το 1922!
Ξέρω, θα μου πεις να μην πηγαίνουμε στην Πόλη και να μην τους αφήνουμε τα λεφτά μας. Τι αφελής που είσαι! Εμάς έχουνε ανάγκη οι Τούρκοι, με ένα εκατομμύριο τουρίστες στην Πόλη κάθε χρόνο; Κι ύστερα, όσο είναι θαμμένοι οι δικοί μου εδώ, αστεία μου φαίνεται η άποψή σου. Η Πόλη βλέπεις πάντα θα είναι και δική μου...

Δ.


Συνεχίζεται...