Στη Διαπασών...


  Μέσα στην υπερπροσφορά τίτλων είναι δύσκολη η εύρεση ενός βιβλίου για εφήβους που να μην τους κερδίζει ως φτηνή μυθοπλασία μαγο-βρυκολολαγνείας και να μην τους απωθεί ως «κλασσικό – ξεπερασμένο», ενός τόμου που να αγγίζει τους περισσότερους, να τους αφορά και να τους κερδίσει. Αν οι ίδιοι, κατεξοχήν απαιτητικό κοινό και απογοητευμένοι από την «αφυδάτωση» του φερώνυμου σχολικού μαθήματος, δεν μαγευτούν από τη Λογοτεχνία, κανείς δεν μπορεί και δεν δικαιούται να τους πείσει. Κι είναι κρίμα, γιατί με ένα καλό βιβλίο, ξεφεύγεις απ’ την καθημερινότητά, βυθίζεσαι στον κόσμο του, στην φαντασία σου και επιστρέφεις ανανεωμένος ή έστω υποψιασμένος.


Εφέτος στο σχολείο επιλέξαμε, μεταξύ άλλων, το βιβλίο στη Διαπασών του Β. Παπαθεοδώρου. Αναφέρεται σε έναν έφηβο, τον Θανάση, ο οποίος ζει σήμερα σε μια υποβαθμισμένη περιοχή των Αθηνών, μεγαλώνει με τον άγριο πατριό και την αδύναμη μάνα του, έχει φορτώσει στον κόκκορα τα του σχολείου και τον πωρώνει η μουσική. Τα κεφάλαια τιτλοφορούνται από στίχους γνωστών τραγουδιών που εκφράζουν την ψυχοσύνθεσή του. Μόνο που η μουσική πολλαπλασιάζει την οργή του κι ο ίδιος αναπτύσσει νομοτελειακά παραβατική συμπεριφορά. Βλέπεις πως αλλά ζητά η ψυχή του, γι’ άλλα κλαίει, μα δεν μπορεί να κυριαρχήσει στο θυμό του. Πόσο είναι καταδικασμένος;

 

Το βιβλίο το εντοπίσαμε κυρίως διότι είχε κερδίσει πέρυσι το βραβείο στην κατηγορία του εφηβικού βιβλίου του περιοδικού Διαβάζω. Μας άρεσε η περίληψη στο οπισθόφυλλο και πραγματικά η ανάγνωση δικαίωσε τις προσδοκίες. Η υπόθεση ήταν αρκετά ρεαλιστική, το ίδιο και η γραφή, καθώς τα ωραία λεκτικά ευρήματα συνυπάρχουν με την αθυροστομία των εφήβων. Εχθές ανακοινώθηκε πως βραβεύτηκε και στο πλαίσιο των κρατικών βραβείων, αλλά μεγαλύτερο βραβείο θεωρούμε το ότι κέρδισε τον ενθουσιασμό αρκετών από τους μαθητές μας. Στα αναγνωστικά τους ημερολόγια καθένας εστίασε σε κάτι διαφορετικό. Τους άρεσαν οι πρωτότυποι τίτλοι και πολλά από τα κομμάτια τούς κέντρισαν να τα ανακαλύψουν ή να τα σιγοτραγουδήσουν. Τους εντυπωσίασε πώς το ίδιο μήνυμα ερμηνεύεται διαφορετικά από τους ανθρώπους, πώς η αρρώστια δίνει και την θεραπεία ή, αν προτιμάτε, το προτέρημά μας συχνά φαίνεται ανεστραμμένο ως ελάττωμα… Μεγαλωμένα τα ίδια σε διαφορετικό περιβάλλον, δεν ταυτίστηκαν ακριβώς μα αναγνώρισαν στον ήρωα πτυχές του εαυτού τους και γνωστών τους. Λίγοι, εγκλωβισμένοι στο μικρόκοσμό τους ή ανώριμοι, δυσκολεύτηκαν να πιστέψουν πως κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να ισχύσει. Κι όμως, ένα παράθυρο στον κόσμο τούς ανοίχτηκε…
Κάποιοι βυθίστηκαν τόσο που αρνήθηκαν να δεχτούν την «λογοτεχνική» αλήθεια, έπλασαν διαφορετικά σενάρια. Εντόπισαν μικρά μαργαριτάρια που έδωσαν τροφή σε κουβέντες. Το μίσος ως άμυνα κι η ερμηνεία της φράσης της μάνας «δώσε τόπο στην οργή» μονοπώλησαν το ενδιαφέρον τους, όπως και η διψαλέα αναζήτηση ταυτότητας – αναγνώρισης για την οποία μπορούμε να κάνουμε πολλά, τα πρότυπα που έχουμε ανάγκη και αναζητούμε σε λάθος χώρους, ο θάνατος που ταρακουνά. Στηλίτευσαν την αντίδραση του πατριού προς τους μετανάστες που «παίρνουν τις δουλειές», αν και ο ίδιος ουδόλως ψάχνει, την ανειλικρίνεια των μεγάλων, την παρέα που διατηρεί άγνωστους τους κολλητούς αν δεν ανοίγονται και δεν καταθέτουν την αλήθεια τους… «Σημασία δεν έχει η ποσότητα του χρόνου που περνάς με κάποιον, αλλά η ποιότητα της σχέσης», έγραψε κάποιος.
Τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο είναι πολλά μα δεν επισκιάζουν την ενδιαφέρουσα πλοκή. Ούτε χαϊδεύουν τα αφτιά των αντιδραστικών εφήβων, ούτε τους προκαλούν αποστροφή ως ηθικοπλαστικά. Κάποιος έγραψε πως νιώθει πλουσιότερος άνθρωπος, αφού το διάβασε, κι όσο κι αν ενυπάρχει η εφηβική υπερβολή, η λύτρωση από τη συγχώρηση, η δύναμη της μετάνοιας, το παράδειγμα της αλλαγής όντως είναι ελπιδοφόρα. Πολύ σκληρή η εφηβεία και δύσκολος ο αγώνας προς την αυτογνωσία και την αυτοεκτίμηση. «…Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει με το σκοτάδι μέσα του θα' χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο» (Ο. Ελύτης)


Ε.Κ.