ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!


 Κλείστε το mixpod player πρώτα

 Ομιλία του π. Χριστοδούλου στην Θεία Λειτουργία του Πάσχα.


Θα ή­θε­λα να σας με­τα­φέ­ρω μια ει­κό­να α­πό τα πα­λιά, για να την κρα­τή­σου­με κα­θώς θ’ αρ­χί­σε­τε να προ­σέρ­χε­στε στην Θεί­α Κοι­νω­νί­α.
Τους τρεις πρώ­τους αι­ώ­νες της χρι­στι­α­νι­κής κοι­νό­τη­τας, τό­τε που οι χρι­στια­νοί εί­χαν το Χ κε­φα­λαί­ο, ό­σοι μό­λις πριν α­πό λί­γο εί­χαν βα­πτι­στεί ο­μα­δι­κά, κρα­τών­τας κε­ριά στα χέ­ρια τους, έμ­παι­ναν στον να­ό για να κοι­νω­νή­σουν. Τό­τε που η βά­πτι­ση δεν ή­ταν μια ι­δι­ω­τι­κή τε­λε­τή, ό­που ο κα­θέ­νας προ­σέρ­χε­ται να κά­νει την γι­ορ­τή του στον να­ό, να φο­ρέ­σει τα κα­λά του και να ε­πι­δει­χθεί, να κου­βεν­τιά­ζει α­δι­α­φο­ρών­τας για τα τε­λού­με­να στο μυ­στή­ριο
Αλ­λά προ­σέρ­χον­ταν τό­τε ό­λοι, με συγ­κλο­νι­σμό και χα­ρά με­γά­λη για τους νέ­ους χρι­στια­νούς που μό­λις εί­χαν γί­νει μέ­λη της εκ­κλη­σί­ας. Κι οι νε­ο­βα­πτι­σθέν­τες έμ­παι­ναν στο Να­ό προ­χω­ρών­τας α­πό το βα­πτι­στή­ριο, κρα­τών­τας τα κε­ριά τους, που συμ­βό­λι­ζαν τη νέ­α ζω­ή, τον Χρι­στό, το και­νό φως, φο­ρών­τας λευ­κούς χι­τώ­νες κι πο­ρεύ­ον­ταν με την σει­ρά να κοι­νω­νή­σουν για πρώ­τη φο­ρά στη ζω­ή τους. Δεν ή­ταν μια ι­δι­ω­τι­κή υ­πό­θε­ση. Ή­ταν μια υ­πό­θε­ση ό­λων.

            Α­π’ ό­λ’ αυ­τά σή­με­ρα, στον πο­λύ κό­σμο έ­μει­νε το κε­ρί. Έρ­χον­ται οι άν­θρω­ποι α­μή­χα­να στις 11:30 η ώ­ρα να πά­ρουν το φως να το πά­νε πί­σω στο σπί­τι τους, πράγ­μα που λει­τουρ­γι­κά δεν ση­μαί­νει α­πο­λύ­τως τί­πο­τα. Σκε­φτεί­τε, α­πό ό­λη αυ­τή την α­κο­λου­θί­α α­πο­μο­νώ­νε­ται το κε­ρί. Να ση­μει­ώ­σου­με ε­δώ και να το θυ­μί­σου­με. Ό­τι το κε­ρί εί­ναι α­πλώς το κα­τά­λοι­πο αυ­τής της βα­πτι­σμα­τι­κής συ­νη­θεί­ας, του συμ­βο­λι­σμού δη­λα­δή οι νε­ο­βα­πτι­σθέν­τες να κρα­τά­νε έ­να κε­ρί. Το φως δεν ευ­λο­γεί­ται, και το φως που α­νά­βου­με εί­ναι συμ­βο­λι­κό, προ­έρ­χε­ται α­πό την καν­δή­λα του Να­ού που καί­ει ό­λο τον χρό­νο. Και αυ­τή η συ­νή­θεια να έρ­χε­ται το ά­γιο Φως α­πό το Πα­τρι­αρ­χεί­ο Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων άρ­χι­σε το 1988 και το ξε­κί­νη­σε έ­να πρα­κτο­ρεί­ο τα­ξι­δί­ων μα­ζί με το Πα­τρι­αρ­χεί­ο, έ­τσι για το κα­λό που λέ­με. Θέ­λω να πω μ’ αυ­τό ό­τι ε­πί 1988 χρό­νια κα­νείς δεν θε­ω­ρού­σε α­πα­ραί­τη­το να φέ­ρει το φως α­π’ τα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα, ό­πως δεν πη­γαί­νει και στη Ρω­σί­α, στη Ρου­μα­νί­α και αλ­λού.
Για­τί το κέν­τρο της α­πο­ψι­νής βρα­διάς δεν εί­ναι κα­νέ­να κε­ρί. Το κέν­τρο της α­πο­ψι­νής βρα­διάς εί­ναι αυ­τό που κά­νου­με τώ­ρα. Η σύ­να­ξη των πι­στών για να συμ­με­τά­σχει στην Πα­σχα­λι­νή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α και να συν­ψάλ­λει τη χα­ρά της Α­να­στά­σε­ως, να κοι­νω­νή­σει. Εί­ναι κω­μι­κο­τρα­γι­κό, λοι­πόν, με­τά α­πό τό­σα χρό­νια να ’­χει εκ­πέ­σει η Ε­ορ­τή των Ε­ορ­τών σ’ έ­να κε­ρί που παίρ­νουν βι­α­στι­κά οι άν­θρω­ποι για να τρέ­ξουν στα σπί­τια τους να φά­νε. Που έ­χει συν­δυα­στεί το Χρι­στός α­νέ­στη με την 12η ώ­ρα, λες και αλ­λά­ζει ο χρό­νος, ε­νώ αυ­τή η αλ­λα­γή της ώ­ρας έ­γι­νε για να ε­ξυ­πη­ρε­τεί τις α­νάγ­κες των αν­θρώ­πων τον 20ο αι­ώ­να στις πό­λεις, που πολ­λά στρα­βά έ­γι­ναν στην εκ­κλη­σί­α.


 Η θέ­ση της α­κο­λου­θί­ας του Πά­σχα εί­ναι ό­πως γί­νε­ται στα μο­να­στή­ρια όρ­θρου βα­θέ­ως. Και αν έ­με­νε στη θέ­ση του, ί­σως δεν θα εί­χε γί­νει κι ό­λη αυ­τή η πα­ρε­κτρο­πή με την που δεν ση­μαί­νει τί­πο­τα. Εί­ναι α­πλώς μια συμ­βο­λι­κή τε­λε­τουρ­γί­α κα­τά την α­κο­λου­θί­α της παν­νυ­χί­δος, πριν αρ­χί­σει ο όρ­θρος, αυ­τός ο υ­πέ­ρο­χος όρ­θρος μ’ αυ­τές τις κα­τα­πλη­κτι­κές με­λω­δί­ες της Α­να­στά­σε­ως.

            Τώ­ρα, ε­μείς που μεί­να­με ε­δώ στην εκ­κλη­σί­α τι γυ­ρεύ­ου­με; Μεί­να­με ε­πει­δή δεν εί­χα­με κά­που αλ­λού να πά­με; Μεί­να­με για το κα­λό, για την συ­νή­θεια; Ή μεί­να­με και ελ­πί­ζου­με και κά­τι πα­ρα­πά­νω α­πό τους α­δελ­φούς μας που τώ­ρα χαί­ρον­ται στα τρα­πέ­ζια τους, δυ­στυ­χώς μάλ­λον μπρο­στά στην τη­λε­ό­ρα­ση; Μεί­να­με ε­π’­ελ­πί­δι Α­να­στά­σε­ως, πρώ­τα α­π’ ό­λα της πνευ­μα­τι­κής μας α­να­στά­σε­ως για να έρ­θει με­τά και η σω­μα­τι­κή. Για­τί αν δεν κα­τα­λά­βου­με ό­τι εί­μα­στε νε­κροί, αν δεν κα­τα­λά­βου­με ό­τι έ­χου­με πά­ρει την ζω­ή μας λά­θος οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, ό­τι εί­μα­στε κλει­σμέ­νοι στα πά­θη μας, στην μο­να­ξιά μας, στην α­νο­η­σί­α μας, κι αν δεν α­πο­ζη­τή­σου­με νό­η­μα στην ζω­ή μας, αν δεν κα­τα­λά­βου­με ό­τι εί­μα­στε πνευ­μα­τι­κά νε­κροί, δεν θα ελ­πί­σου­με πο­τέ σε κα­μί­α Α­νά­στα­ση και θα θε­ω­ρού­με ό­τι εί­μα­στε κα­λοί και α­ξι­ο­πρε­πείς και τά­χα μου η­θι­κοί και θα φύ­γου­με κι ε­μείς α­π’ αυ­τό τον κό­σμο χω­ρίς να ’­χου­με να α­να­στη­θού­με σε τού­το δω τον κό­σμο. Να νοι­ώ­σου­με την πραγ­μα­τι­κή χα­ρά της ζω­ής, πάν­των έ­νε­κεν. Ό­πως το λέ­νε χρό­νια τώ­ρα οι ά­γιοι της εκ­κλη­σί­ας. Αυ­τοί το έ­ζη­σαν, κά­τι ξέ­ρουν. 

Κα­θώς θα κοι­νω­νού­με, λοι­πόν, μέ­σα στη χα­ρά της α­να­στά­σε­ως, κα­θώς με­τά με τα κε­ρά­κια θα φύ­γου­με για να πά­με στα σπί­τια μας και ό­που αλ­λού, να έ­χου­με μέ­σα στο νου μια ελ­πί­δα. Ό­τι κι ε­μείς θ’ α­να­στη­θού­με. Ό­τι κι ε­μείς θα ζή­σου­με. Κι ό­τι σκο­πός της ζω­ής του χρι­στια­νού δεν εί­ναι τα τυ­πι­κά της θρη­σκεί­ας. Αυ­τά εί­ναι ω­ραί­α για να ο­μορ­φαί­νουν την ζω­ή. Αλ­λά να α­να­στή­σου­με νου και ψυ­χή. Να πά­ψει να μας βα­σα­νί­ζει ο τρό­πος της φύ­σης, η κα­τή­φεια, η μι­ζέ­ρια, η γκρί­νια, τα νεύ­ρα, οι πα­ρε­ξη­γή­σεις, οι ε­γω­ι­σμοί, αυ­τή η μουν­τά­δα, το σκο­τά­δι, οι φο­βί­ες, τα άγ­χη. Εί­ναι φο­βε­ρό αυ­τό που συμ­βαί­νει στην αν­θρώ­πι­νη ψυ­χή.

Ο Χρι­στός δεν ήρ­θε για να τα νο­μι­μο­ποι­ή­σει αυ­τά. Ήρ­θε για να μας πά­ρει, να μας ξε­ση­κώ­σει, σαν α­νε­μο­στρό­βι­λος να μας αλ­λά­ξει. Αυ­τό θέ­λει ε­κεί­νος α­πό την ζω­ή μας. Ε­πι­τέ­λους να α­να­ρω­τη­θού­με: Ε­μείς τι θέ­λου­με α­πό Αυ­τόν; Μή­πως μό­νο να μας κα­τα­σι­γά­σει τους φό­βους μας; Δεν αρ­κεί. Μή­πως να μας κό­ψει τα άγ­χη μας; Υ­πάρ­χουν και χά­πια γι’ αυ­τό. Μή­πως λι­γά­κι να μας βο­η­θή­σει να γί­νου­με κα­λοί άν­θρω­ποι; Μα ο αν­θρω­πι­σμός έ­φε­ρε αρ­κε­τά κα­λά στην αν­θρω­πό­τη­τα, δεν χρει­α­ζό­μα­στε Θε­ό γι’ αυ­τό.

Μας κά­λε­σε να γί­νου­με σο­φό­τε­ροι, α­γι­ό­τε­ροι, να Τον α­κο­λου­θή­σου­με, να γί­νου­με η ζύ­μη που αλ­λά­ζει τον κό­σμο. Φτά­νει να το πι­στέ­ψου­με. Και δεν εί­ναι λό­για αυ­τά. Αν εί­ναι λό­για αυ­τά που λέ­ω, η εκ­κλη­σί­α κα­τε­λύ­θη. Ό­μως πριν φω­νά­ξα­με «ο Ά­δης ε­πι­κράν­θη». Και ε­πει­δή ε­πι­κράν­θη, ση­μαί­νει ό­τι πρέ­πει να νι­κή­σου­με τον θά­να­το για να πι­κρα­θεί ο δι­κός μας πνευ­μα­τι­κός θά­να­τος. Και να πο­ρευ­τού­με α­να­στά­σι­μοι στην υ­πό­λοι­πη ζω­ή μας. Δύ­σκο­λο, το ξέ­ρω. Αλ­λά άλ­λη ελ­πί­δα δεν έ­χου­με. Κι ε­πει­δή τα χρό­νια που έρ­χον­ται θα ’­ναι σκο­τει­νά ε­μείς πρέ­πει να ’­μα­στε φω­τει­νοί.

Κι ό­πως μέ­σα στο μι­σο­σκό­τα­δο θα φεύ­γου­με τώ­ρα α­πό την εκ­κλη­σί­α και θα λάμ­πουν τα κε­ριά μας, έ­τσι να λάμ­που­με κι ε­μείς μέ­σα στον κό­σμο. Αυ­τό δεν λέ­ει το ευ­αγ­γέ­λιο; Το μό­διο λέ­ει δεν μπο­ρεί να το βά­λεις κά­τω α­π’ το σκα­μνί. Να το βά­λεις πά­νω στο βου­νό να λάμ­πει, έ­τσι πρέ­πει να εί­μα­στε. Τα ξε­χά­σα­με αυ­τά για­τί ξε­χά­σα­με και το ευ­αγ­γέ­λιο. Να τα θυ­μη­θού­με. Να τα βά­λου­με στην καρ­διά μας, στη ζω­ή μας, στην ψυ­χή μας, στην χα­ρά μας. Να βά­λου­με τον Χρι­στό της χα­ράς και της α­γά­πης στην δι­κή μας ζω­ή. Ό­πως τον έ­βα­λαν ε­κα­τομ­μύ­ρια πριν α­πό ε­μάς τό­σα χρό­νια. Λί­γοι και ε­κλε­κτοί. Ό­σοι τόλ­μη­σαν. Ό­σοι εί­χαν α­ρε­τή και τόλ­μη, για­τί α­ρε­τή και τόλ­μη θέ­λει η ε­λευ­θε­ρί­α του αν­θρώ­που και η α­γά­πη. Ό­χι βό­λε­μα. Ας προ­σπα­θή­σου­με. Κι έ­τσι κα­θώς ερ­χό­μα­στε τώ­ρα να κοι­νω­νού­με έ­νας-έ­νας, ή­συ­χα-ή­συ­χα, να ’­χου­με α­π’ τη μια με­ριά μια κα­τά­νυ­ξη στην ψυ­χή μας βα­θιά κι α­π’ την άλ­λη μια χα­ρά α­νεί­πω­τη να πά­με στα σπί­τια μας. Για­τί αυ­τό εί­ναι το φως το πραγ­μα­τι­κό της α­να­στά­σε­ως. Κι ό­χι το ευ­λο­γη­μέ­νο κε­ρά­κι. Κα­λή Α­νά­στα­ση σε ό­λους! Ο Θε­ός μα­ζί μας!