Η Μεγάλη Εβδομάδα κι εμείς...

Αργήσαμε λίγο, αλλά το δημοσιεύουμε γιατί αξίζει να το διαβάσετε...


 Ομιλία π. Β. Χ.

Ποιό μέτρο αναδεικνύει την μεγαλειότητα αυτής της εβδομάδος που αποκαλούμε Μεγάλη; Είναι το μέτρο της παρουσίας του Θεού. Ο Θεός καταφέρνει με έναν απερινόητο τρόπο να χωρέσει την ύπαρξή Του μέσα σε επτά ημερολογιακές ημέρες. Διανύοντας ο άνθρωπος τις ημέρες αυτές και αναλογιζόμενος αυτήν την Θεϊκή παρουσία, αρχίζει και αντιλαμβάνεται κάτι συγκλονιστικά αντινομικό, το πόσο μικρή τελικά είναι αυτή η εβδομάδα. Τα επτά εικοσιτετράωρα είναι ελάχιστα. Μεγάλος είναι ο Θεός, που καταφέρνει να αποκαλυφθεί μέσα σε χρόνο γήινο συνάμα και λειτουργικό. Ξέχειλες οι ημέρες από τον Θεό, όπως τα ποτήρια των διψασμένων, με τα οποία αχόρταγα θέλουν να ρουφήξουν νερό, να ξεδιψάσουν. Αχόρταγος και ο γήινος χρόνος, διψασμένος ο ανθρώπινος βίος θέλουν να πλημμυρίσουν Θεό. 


 Μέσα σ’ αυτήν την εβδομάδα λοιπόν εμπερικλείεται όλο το νόημα του κόσμου, φυλάγεται όλη  μας η ύπαρξη, διακυβεύεται η αιωνιότητά μας, αποφασίζουμε αν θα ζήσουμε η αν θα πεθάνουμε. Αν είναι έτσι τα πράγματα, ριγος καταλαμβάνει την ύπαρξή μου, όταν προσπαθώντας κάθε χρόνο να κοιτώ τον εαυτό μου καθισμένο μέσα στο άγιο Βήμα, με το βιβλιαράκι των ακολουθιών στο χερι μου, ακροώμενος τα ψαλλόμενα και ταυτόχρονα σεριανίζοντάς τα με την όρασή μου, μήπως τελειώσει η Μεγάλη Εβδομάδα και παραμείνω σαν ένας αμήχανος θεατής που δεν κατάλαβε τίποτα απ’ την παράσταση που μόλις τελείωσε, και το μόνο που του απέμεινε είναι το πρόγραμμα της εκδήλωσης στα χέρια του. 

Μεγάλη λοιπόν η εβδομάδα και το ζητούμενο απ’ τον άνθρωπο είναι να μπορέσει, σαν τις μέρες που δεν το καταφέρνουν και γι’ αυτό ξεχειλίζουν, να μπορέσει να βαστάξει την παρουσία του Θεού. Να μπορέσει να χωρέσει τον Θεό, να Τον περιχωρήσει, να Τον αγκαλιάσει, να Τον περικλείσει μέσα στην περιορισμένη ύπαρξή του. Ο Θεός δίνεται, σκορπίζεται με τρόπο αφειδώλευτο και ο άνθρωπος αποδεικνύεται ανίκανος να βαστάξει το βάρος ενός τέτοιου Θεού. Ασφυκτικά μικρός για να μπορέσει να χωρέσει το εκτόπισμα ενός Θεού, που αγαπά τρελά και παράφορα τον άνθρωπο, μέχρι θυσίας σταυρικής.


  Δεν αντέχει ο άνθρωπος έναν τέτοιο Θεό. Δεν ξέρει πως να διαχειριστεί την αγάπη, τον έρωτά Του. Δεν έμαθε ποτέ πως είναι να αγαπάς. Ευτέλισε την λέξη και τώρα που η Αγάπη τον προσεγγίζει, του κτυπά την πόρτα της καρδιάς, εκείνος το βάζει στα πόδια. Τρέχει πανικόβλητος να εξομολογηθεί τις τελευταίες μέρες, να απενοχοοποιηθεί, να προλάβει να νηστέψει λίγες μερούλες, να έρθει λαχανιάζοντας να κοινωνήσει κοπαδιαστά, στριμωγμένος μέσα στους πολλούς, νομίζοντας ότι δεν φαίνεται, ότι θα περάσει απαρατήρητος απ’ το πολιορκητικό βλέμμα του Θεού, για να μπορέσει έτσι να κοιμήσει την συνείδησή του, να μην μπει στην περιπέτεια να αγαπηθεί και να αγαπήσει, απλώς να βγάλει την ετήσια υποχρέωσή του. 



Η σημερινή ημέρα πάνω στα δύο πρόσωπα που πρωταγωνιστούν, - της πόρνης γυναίκας και του μαθητή Ιούδα- τα οποία μέσα στην υμνολογία παρουσιάζονται συνεχώς αντιπαραβαλλόμενα,  σμιλεύει ανάγλυφα όλα όσα προείπαμε.

Ο Θεός και στους δύο δίνεται με τρόπο χορταστικό, σπάταλο και αφειδώλευτο. Και στους δύο αποκαλύπτεται ως αγάπη. Στον μεν Ιούδα ως αγάπη επιλογής, τον επιλέγει, τον τιμά να είναι ένας απ’ τους δώδεκα φίλους Του, τους οικείους Του, τους εμπιστευτικά κοντινούς, Στην δε πόρνη γυναίκα δίνεται ως αγάπη υπαρκτική. Κτίζει δηλαδή την ύπαρξή της με επιθυμία ερωτική, Να επιθυμεί διακαώς να υπάρχει αγαπητικά, να είναι τρυφερή, εγκάρδια και φιλούσα. 



Στην πορεία της ζωής τους βλέπουμε το πως οι δύο αυτοί άνθρωποι διαχειρίστηκαν αυτόν τον Θεό, αυτό το δόσιμο του Θεού. Το ξεκίνημα διαχειρίσεως αυτής της αγάπης είναι ιλιγγιωδώς αντιθετικό. Ο μεν Ιούδας φαίνεται να προσεταιρίζεται τον Θεό, να Τον πλησιάζει, αποδεχόμενος το κάλεσμά Του. Γίνεται ένας απ’ τους δώδεκα, κινείται στον χώρο του Θεού. Η πόρνη γυναίκα απ’ την άλλη σπαταλάει γρήγορα αυτό το δόσιμο απομακρυνόμενη του Θεού. Διαστρέφει την αγάπη,  αυτή την παρακαταθήκη τρυφερότητας που της είχε δοθεί, την εξαντλεί στα όρια της σάρκας. Νομίζει ότι η αγάπη υπάρχει για να ταΐζει το «εγώ», να ικανοποιεί την ύπαρξη, και έτσι καταρρακώνεται στην εναλλαγή της απρόσωπης ηδονής. 



Στις κινήσεις ζωής των δύο αυτών υπάρξεων έρχεται να προστεθεί και μία τρίτη, η κίνηση του Θεού. Ο Θεός και στις δύο περιπτώσεις συνεχίζει να δίνεται, να προσφέρεται. Δεν τιμωρεί, δεν θυμώνει, δεν αναστέλλει το δόσιμό Του. Παραμένει προκλητικά εραστής, Νυμφίος μανικός του ανθρώπου. Η συγκλονίζουσα διαπίστωση είναι ότι, αυτό το δόσιμο του Θεού δεν είναι ανερχόμενο αλλά βαθμηδόν κατερχόμενο. Ο Θεός γνωρίζεται και προσφέρεται ταπεινούμενος, κενώνοντας την ύπαρξή Του. Κατρακυλά την κατηφόρα της απομάκρυνσης του ανθρώπου για να τον προλάβει. Κατρακυλά μέχρι σαρκώσεως, χλευασμού, θανάτου και σταυρού, έως του άδου.
Στην συνειδητοποίηση αυτού του τρόπου του Θεού είναι που αλλάζει το σκηνικό για τους δύο σημερινούς πρωταγωνιστές. Αρχίζει μία αντιθετική πορεία, απομάκρυνσης του ενός επιστροφής της άλλης.

Ο ιδιοτελής και πονηρός μαθητής δεν βάσταξε τον Θεό. Δεν άντεξε ένα Θεό να δίνεται. Υπήρξε στον χώρο του Θεού αλλά ποτέ στον τρόπο Του. Η συνειδητοποίηση από μέρους του ότι έχει μπροστά του έναν Θεό που δεν ανέρχεται σε δύναμη και δόξα, - άρα άχρηστο για την ιδιοτελή του ματιά, για τον εγωιστικό τρόπο ύπαρξής του - αλλά κατέρχεται σε ταπείνωση αγάπης, τον κάνει να προδόσει, να βυθιστεί στο σκότος «την χάριν αποβάλλεται και τω βορβόρω συμφύρεται» . Δεν ήταν απλά φιλάργυρος, ήταν πολύ μικρός για έναν τόσο μεγάλο Θεό!

Η πόρνη γυναίκα αγγίζει τα όρια της ανυπαρξίας της. Εξαντλημένη απ’ την κατασπατάληση της τρυφερότητάς της σε  εγωτικά κακέκτυπα ερώτων, ψηλαφά το μηδέν, ομολογεί σοκαριστικά το σκοτάδι της «Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος άκολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας». Εκεί στο μηδέν και στο σκοτάδι, στον άδη της ανυπαρξίας της συναντά τον Θεό. Τον Θεό που αγαπώντας αμετανόητα κατεβαίνει στο μηδέν, μπαίνει στο σκοτάδι, γίνεται ένα καθημαγμένο τίποτα. Εκεί στον χώρο της αδυναμίας «την σην αισθομένην Θεότητα», Τον ερωτεύεται. Δηλαδή, γιγαντώνει την καρδιά της, ανοίγει την ύπαρξή της, γίνεται ικανή με την αγάπη, - μόνο με την αγάπη, όχι με καθήκοντα, με ευσεβισμούς, με σαρακοστιανές τσαπατσουλιές δήθεν ευλάβειας – να σηκώσει το βάρος ενός τόσο μεγάλου Θεού. Γι’ αυτό και δεν λέει τίποτα μόνο κάνει. Χύνει το μύρο σπάταλα και στην πράξη της αυτή χύνεται η ίδια ανενδοίαστα στην αγάπη και το έλεός Του. Λύνει τα πανέμορφα μαλλιά της και σπογγίζει τα πόδια Του. Λύνει τις αγκυλώσεις, τα «δήθεν» και τα «πρέπει», ο,τι την κρατά δέσμια στην φθορά, ξαναβρίσκει την δοσμένη και χαμένη τρυφερότητά της και μ’ αυτήν σπογγίζει στάλα στάλα την άγάπη Του, την συγχώρησή Του, το έλεός Του. 

Δεν ξέρουμε το όνομά σου, μα ούτε ακούσαμε και την λαλιά σου. Βλέποντας την τυπολατρεία και αδιαφορία να γιγαντώνονται παντού δίπλα μας, εύχομαι το απευκταίο, να μην είχα γεννηθεί μέσα στην Εκκλησία, να μην υπήρχα ως κλητός Του, ως ιερέας του, προνομιούχος της χάριτός Του, γιατί κάπως έτσι Τον χάσαμε, ως δεδομένο, ως ρουτίνα, ως φολκλόρ, αλλά να βυθιζόμουν στην πορνεία. Καλύτερα στο τίποτα, στην ανυπαρξία, μπας και κάποτε σε ερωτευόμουν...