Τί κά­νεις, άν­θρω­πε μου;


 
 Τί κά­νεις, άν­θρω­πε μου; Ζη­τάς α­πό το Θε­ό να σε σπλα­χνι­στεί, κι ε­σύ κα­τα­ρι­έ­σαι τον άλ­λο; Μη γε­λι­έ­σαι. Αν δεν συγ­χω­ρή­σεις, δεν θα συγ­χω­ρη­θείς. Το ξέρεις!


Και ό­μως, ό­χι μό­νο δεν συγ­χω­ρείς, αλ­λά πα­ρα­κα­λάς και το Θε­ό να μη συγ­χω­ρή­σει! Αν, ό­μως, δεν συγ­χω­ρεί­ται ε­κεί­νος που δεν συγ­χω­ρεί, πώς θα συγ­χω­ρη­θεί ε­κεί­νος, που και τον Κύ­ριο πα­ρα­κα­λά­ει να μη συγ­χω­ρή­σει; Αν εί­ναι κα­κό να έ­χεις ε­χθρούς, σκέ­ψου πό­σο χει­ρό­τε­ρο εί­ναι να τους κα­τη­γο­ρείς και να τους κα­τα­ρι­έ­σαι. Ε­σύ πρέ­πει να δώ­σεις λό­γο για το ό­τι έ­χεις ε­χθρούς, και κα­τη­γο­ρείς ε­κεί­νους; 

 
Πώς θα σου δώ­σει ά­φε­ση ο Θε­ός, ό­ταν Του ζη­τάς να βλά­ψει άλ­λους, την ώ­ρα που Τον πα­ρα­κα­λείς για τα δι­κά σου α­μαρ­τή­μα­τα κι έ­χεις α­νάγ­κη α­πό με­γά­λο έ­λε­ος; Ό­ταν μά­λι­στα, προ­σεύ­χε­σαι για τον ε­αυ­τό σου, γυ­ρί­ζεις τη μα­τιά σου δε­ξιά κι α­ρι­στε­ρά, χα­σμου­ρι­έ­σαι και φέρ­νεις στο νου σου χί­λιους δυ­ο λο­γι­σμούς. Ό­ταν, ό­μως, προ­σεύ­χε­σαι ε­ναν­τί­ον των ε­χθρών σου, το κά­νεις με με­γά­λη αυ­το­συγ­κέν­τρω­ση και δια­ύγεια σκέ­ψε­ως. Γνω­ρί­ζει, βλέ­πεις, ο δι­ά­βο­λος πως, ό­ταν ζη­τά­με το κα­κό των άλ­λων, στρέ­φου­με το ξί­φος ε­ναν­τί­ον μας, γι’ αυ­τό τό­τε δεν δια­σπά την προ­σο­χή μας και δεν τρα­βά­ει το νου μας ε­δώ κι ε­κεί.



 Ξέ­χα­σε, λοι­πόν, τις ξέ­νες α­μαρ­τί­ες, για να ξε­χά­σει και ο Κύ­ριος τις δι­κές σου. Για­τί αν πεις, “Τι­μώ­ρη­σε τον ε­χθρό μου”, έ­κλει­σες το στό­μα σου. Έ­χα­σε πια η γλώσ­σα σου το δι­καί­ω­μα να μι­λά­ει στο Θε­ό. Πρώ­τα-πρώ­τα ε­πει­δή ε­ξαρ­χής Τον πα­ρόρ­γι­σες, κι υ­στέ­ρα ε­πει­δή ζη­τάς πράγ­μα­τα που εί­ναι αν­τί­θε­τα στον ί­διο το χα­ρα­κτή­ρα της προ­σευ­χής. Α­φού, δη­λα­δή, προ­σέρ­χε­σαι για να ζη­τή­σεις συγ­χώ­ρη­ση α­μαρ­τη­μά­των, πώς μι­λάς για τι­μω­ρί­α; Το αν­τί­θε­το έ­πρε­πε να κά­νεις, να πα­ρα­κα­λάς για τους άλ­λους, ώ­στε στη συ­νέ­χεια να πα­ρα­κα­λέ­σεις με παρ­ρη­σί­α και για τον ε­αυ­τό σου.

Αν προ­σευ­χη­θείς για τους συ­ναν­θρώ­πους σου, τα πέ­τυ­χες ό­λα, έ­στω κι αν δεν πεις το πα­ρα­μι­κρό για τις δι­κές σου α­μαρ­τί­ες.

 Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος