Αγιορείτικη αυτοκριτική...



 


 -...Πάντως, να σου πω και κάτι ακόμα. Έχω νοσταλγία. Νοσταλγώ το Όρος που γνώρισα πριν τριάντα και... χρόνια. Κάθε βράδυ που ανάβω το καντηλάκι μου, παρακαλώ την Παναγία μας να βάλει το χέρι της . Το Όρος έχει αλλάξει.
- Δηλαδή, τί άλλαξε; Οι λόφοι και τα δένδρα; Τα πουρνάρια και οι πέτρες;
- Έλα τώρα, μη κάνεις πώς δεν καταλαβαίνεις. Ό τόπος είναι άγιος, εμείς δεν ζούμε άγια.
- Συγχώρα με, αλλά διαφωνώ. Εμένα φτύσε με. Γνωρίζω όμως, αλλά και ακούω για πατέρες που αγωνίζονται φιλότιμα, που εγώ προ­σωπικά υποκλίνομαι. Τώρα, τι εννοείς άλλαξε, δεν καταλαβαίνω. Πάντοτε υπήρχαν καλόγεροι εκτός των όρων της καλογερικής ζωής. Αυτό κατά βάθος κανείς δεν μπορεί να το ελέγξει. (ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ)


-  Πάς να μου τα εξωραΐσεις. Έτσι όπως τα λες, και είναι και δεν είναι.  Δεν λέω για τους πατέρες που αγωνίζονται φιλότιμα. Λέω για τον γενικό τρόπο ζωής. Πρέπει να το ομολογήσουμε, ζούμε πιο άνετα και η κοσμική ζωή δεν είναι ένα όνειρο μακρυνό, αλλά είναι μεσ' τα πόδια μας.
- Δεν μου λες, εσύ νομίζεις ότι το Όρος είναι μέσα σε μία γυάλα απομονωμένο, αποστειρωμένο και το αναφέρουμε σαν τα παραμύθια της γιαγιάς μας, «...τον παλιό καλό καιρό...», με όλα τα άλλα ονειροβατήματα; Ξυπνά, καϋμένε! Δες την ιστορία. Πάντα το Όρος είχε μία σχέση με τον κόσμο. Πάντα, η κάθε εποχή έδινε μία μορφή ζωής στο Όρος. Για παράδειγμα, παλαιότερα μερικοί κυνηγούσαν μέσα στο δάσος αγριογούρουνα, κάνοντας μάλιστα πολύωρη αγρυπνία, καιροφυλακτώντας. Σήμερα, κυνηγούν αλλά θηράματα μέσα στα δάση του διαδικτύου, πάλι με πολύωρες αγρυπνίες. Τι άλλαξε λοι­πόν;
- Πάψε να τα γελοιοποιείς. Όλο εξυπνάδες είσαι. Ρίξε τώρα, κανένα ξύλο στο τζάκι, γιατί πάγωσα.
- Εγώ κρύωσα, με αυτά που λες. Που ζεις καϋμένε;
- Νοσταλγώ. Μπορεί παλαιότερα η ζωή να ήταν πιο κουραστική με την έλλειψη των διευκολύνσεων, αλλά είχε μία χάρη. Μπορεί οι πατέρες να μάλωναν καμιά φορά μεταξύ τους για μικροζητήματα, αλλά το «ευλόγησον», ακουγόταν συνέχεια και ήταν με την καρδιά τους, όχι παγωμένο καί ειρωνικό, όπως το ακούω τελευταία.
- Μου θυμίζεις κάτι παππούδες, που έχουν ξεπεράσει την ημερομηνία λήξεως, που ό,τι δουν στους νέους το θεωρούν άχρηστο καί στρα­βό. Γι' αυτούς ό,τι παλαιό είναι και τέλειο.
- Δεν μιλάω για τελειότητες. Μιλάω για τον τρόπο που αγωνιζόμα­στε. Για τον τρόπο που διοικούμαστε. Για τον τρόπο που επικοι­νωνούμε με τον κόσμο. Για τον τρόπο που επικοινωνούμε μεταξύ μας. Για τον...




 - Μια στιγμή, γιατί μου τα λες μαζεμένα. Δεν μπορώ να τα βάλω όλα σε ένα τσουβάλι. Όλα κάτω από έναν παρονομαστή. Ένα-ένα για να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Είπες για τον τρόπο που αγωνιζό­μαστε. Γιατί δεν γίνονται τώρα ακολουθίες και αγρυπνίες; Σταμάτησε η προσευχή; Άδειασαν οι εκκλησίες και τα μοναστήρια; Δεν καταλαβαίνω τί θες να πεις. Αν εννοείς για τον εσωτερικό αγώνα του καθενός, όποιος έχει φιλότιμο και ακολουθεί τους αγίους πατέ­ρες, θα πάρει και την ανάλογη δωρεά του κόπου του από τον άγιο Θεό. Το μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι έχει μειωθεί η ησυχαστική ζωή.
- Δηλαδή, μόνο η ακολουθία είναι ο αγώνας μας; Προσευχηθήκαμε, τελειώσαμε και όλα είναι εντάξει; Παλιότερα υπήρχε μια ατμό­σφαιρα  ευλάβειας,  ένα  κλίμα  γενικά  ασκητικό,  περισσότερος κόπος. Ξεκινούσε από το καλντερίμι με τις πέτρες και κάλυπτε όλη την καθημερινότητα του καλόγερου. Τα πάντα ήθελαν κόπο. Η σόμπα, η λάμπα, το ρούχο, τα ξύλα για το φαγητό και όλα τα αλλα.
-  Συγχώρα με, αλλά όταν κατεβαίνω στην Δάφνη με το αυτοκίνητο, μου βγαίνουν τα σκώτια από τις λακκούβες. Αυτό δεν είναι κόπος;
- Με εσένα, δεν μπορώ να μιλήσω σοβαρά.
- Ευλόγησον. Πάμε παρακάτω. Λες για τον τρόπο που διοικούμαστε. Τι εννοείς; Χάθηκαν, η Κοινότητα και οι συνάξεις των μονών; Πάνε όλοι οι πατέρες που ανέλαβαν τη διοίκηση του ιερού τόπου; Άλλα, πριν μου απαντήσεις, να βάλουμε να πιούμε ένα ζεστό, για­τί θα κρυώσω με αυτά που θα ακούσω.
 



  - Δηλαδή, η διαπίστωση ότι άλλαξαν οι ευαισθησίες και τα θέματα των διοικούντων, είναι κρυάδα για σένα; Παλαιότερα, στα χρόνια μου, το Όρος είχε φωνή, ισχυρή μάλιστα. Όταν άρχισαν οι πρώτες αλλοιώσεις στην παιδεία, έβγαλε κείμενο τρανταχτό. Όταν κάποι­ος ανόητος έβγαλε μία ταινία βλάσφημη για τον Χριστό μας, η Ιερά Κοινότητα και ο Πρώτος, με εκατό καλογήρους, βγήκαν σύσσωμοι στη Θεσσαλονίκη για να διαμαρτυρηθούν. Άφησε, τις ευαισθησίες για την πίστη, που καιροφυλακτούσαν να μην προσβληθεί. Τί να πρωτοθυμηθώ; Τώρα γίνονται χειρότερα, καί εμείς πανηγυρίζουμε στο ναό της «κοιμήσεως».
- Δεν κατάλαβες φαίνεται, αυτό που είπα ενωρίτερα. Το Άγιον Όρος δεν είναι μία κοινωνία αποκομμένη, κάπου μεταξύ ουρανού καί γης. Ή κάθε εποχή δίνει μία μορφή ζωής στο Όρος. Μάλιστα, με τα μέσα καί τίς συγκοινωνίες που έχουμε τώρα, ζει τη συγκεκριμμένη, τη δική μας εποχή. Παλαιότερα, ο έξω κόσμος ήταν κατά βάση αγροτικός. Είχε ευλάβεια. Ήταν δεμένος με την γη της πατρίδος. Σήμερα ο κόσμος είναι αστικός καί πολυπολιτισμικός. Αδιάφορος, τεχνοκρατικός. Βλέπει το χώμα σαν αξιοθέατο. Βλέπει ένα ζώο του δάσους και ψάχνει να δει από που μπαίνει η μπαταρία του. Σου είπα, προσγειώσου. Έξω, όλα τα μετράμε με το ευρώ. Αυτό το φρόνημα το κεφαλαιοκρατικό, έρχεται πότε-πότε να ξεκουραστεί εδώ. Έρχεται να προσκυνήσει, μήπως και εξαγιαστεί. Γι' αυτό όλες σχεδόν οι επίσημες συζητήσεις, είναι οικονομικές.
- Δηλαδή, με άλλα λόγια, να αφήσουμε τους εξέχοντες κοσμικούς να μας κάνουν κουμάντο στον τόπο μας; Αυτό θες να πεις; 
- Δεν λέω, τι πρέπει να γίνεται. Λέω, τι γίνεται. Εξάλλου, ούτε πρόκειται ποτέ να σε ρωτήσουν, όποτε δεν έχει νόημα η συζήτηση μας. Ανώφελος κόπος.
- Ναί, αλλά νοσταλγώ καί πονώ. Στον διοικητικό τομέα είμαι απο­γοητευμένος. Σέ ρωτώ, το καλό τού τόπου είναι το οικονομικό, ή το πνευματικό; Όλοι γνωρίζουμε ότι πολλές φορές αυτά είναι αντίθε­τα.
- Δεν μου λες, εσύ που είσαι παλαιός. Δεν γνωρίζεις, ότι δεν υπάρχει θεσμική εξουσία, ή οποιαδήποτε, είτε πολιτική, ή οικονομική, ή κοινωνική, ή θρησκευτική, που να μη βάζει την ουρίτσα του ο έξω από εδώ; Έ! λοιπόν μην πετάς στα σύννεφα.
- Παλαιά, δεν ήταν έτσι. Ερχόμασταν με δέος στίς Καρυές. Έμπαι­νες στο Πρωτάτο καί έλειωνες από την ιστορία του. Έβλεπες τον Πανσέληνο, τον Θεοφάνη, τα αναλόγια, τα στασίδια και πέταγε ψηλά η καρδιά σου. Όλοι οι άγιοι που πέρασαν από εκεί, έρχον­ταν μπροστά σου, σαν σε ένα συλλείτουργο. Τώρα, τί να δεις; Σίδερα μέσα, λαμαρίνες απ' έξω. Μία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ένας ασθενής, που σβήνει, στο κρεβάτι των «ειδικών» χειρουρ­γών. Άσε με, γιατί με πιάνουν τα δάκρυα όταν τα θυμάμαι. 
- Άλλαξε θέμα, τώρα. Περνάει η ώρα. Κάτι έλεγες για το πώς επικοι­νωνούμε με τον κόσμο. Μην μιλάς γι' αυτό, γιατί τον κόσμο τον έχεις στην τσέπη σου. Είναι μαζεμένος ολόκληρος μέσα στο κινητό σου. Μήπως διαφωνείς; 
- Έφθασε να γίνει αναγκαίο κακό.
- Άμα είναι κακό, πέταξε το. Η απλωταριά είναι αριστερά. Μη μου λες λόγια μόνο. Ούτε τη συχνή επαφή με τον κόσμο την έφεραν οι νεώτεροι. Στο καράβι όλο ασπρογένηδες βλέπω. 
- Παλαιά, για να βγεις από το Όρος, ήταν μία ολόκληρη ιστορία. Χαρτιά, άδειες, οδοιπορίες, πολύωρα ταξίδια. Ήταν μεγάλη από­φαση να κάνεις μία έξοδο.
- Είτε τώρα, είτε παλαιά, το ταξίδι για τα πνευματικά μας, είναι ξύδι. Εγώ αυτό ξέρω.
- Ό άγιος Αθανάσιος, προκειμένου να μη γίνονται ταξίδια, προτι­μούσε να έχει το Όρος όλα τα χρήσιμα και αναγκαία για τη ζωή του καλόγερου.
- Άμα, μπει ο λογισμός για έξοδο, και του πουλιού το γάλα να έχει, ο καλόγηρος θα βγει. 
- Σταμάτα πια, την ειρωνεία. Άσπρο λέω, μαύρο θα πεις. Μαύρο λέω, άσπρο θα πεις. Βάλε επιτέλους έναν καλό λογισμό.
- Ξέρω, τι λέω εγώ. Αλλά δεν είναι η ώρα για να μαλώσουμε. Φεύγω, γιατί νύχτωσε... Ευλόγησον.


Φεβρουάριος 2011               μοναχός Παΐσιος Καρεώτης