ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ "ΙΕΡΕΑΣ"



 
Ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν π. Χριστόδουλο Μπίθα
στήν προβολή πού ἔκανε ἡ παρέα 
τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη
 στο Cine Κεραμεικός στις 3/4/2012
    
* * *

Ὁ Γάλ­λος κρι­τι­κός Ζόρζ Σαν­τούλ, εἶ­χε πεῖ πώς ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος εἶ­ναι ἡ «δυ­να­μι­κό­τε­ρη μορ­φή τέ­χνης, πού ἀ­πευ­θύ­νε­ται στά πλα­τιά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα». Γι αὐ­τό, ἡ 7η τέ­χνη ἔ­γι­νε βι­ο­μη­χα­νί­α ἀ­νό­η­της δι­α­σκέ­δα­σης, μέ­σο ὑ­ψη­λῆς αἰσθητικῆς καί ψυ­χα­γω­γί­ας, ἀλ­λά καί μέ­σο προ­πα­γάν­δας γιά τίς δι­ά­φο­ρες ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κές ἐ­ξου­σί­ες ὥστε νά πε­ρά­σουν τό μή­νυ­μά τους, νά πα­ρου­σιά­σουν τήν δι­κή τους ἐκ­δο­χή τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος ὡς τέ­χνη συν­θέ­τει ὅ­λες τίς ὑ­πό­λοι­πες τέ­χνες ἀλ­λά καί ἐκ­πλη­ρώ­νει μιά βα­θύ­τα­τη ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που: νά δεῖ καί ν' ἀ­κού­σει χω­ρίς ἐν­δι­ά­με­σους (κυ­βερ­νή­σεις, πο­λι­τι­κούς, ΜΜΕ). Νά δοῦ­με καί ν’ ἀ­κού­σου­με: ἕ­ναν ἄν­θρω­πο σέ στιγ­μές ἀ­πελ­πι­σί­ας, μιά γυ­ναῖ­κα νά ἀ­να­λύ­ε­ται σέ λυγ­μούς ἤ ἕ­να παι­δί νά θρη­νεῖ... Ἁ­πλά πράγ­μα­τα πού τό μά­τι μας ἔ­χει μά­θει νά τά ἀ­πο­φεύ­γει. Με­ρι­κές ται­νί­ες τά ἐ­πα­να­φέ­ρουν στήν μνή­μη μας καί ἔ­τσι μᾶς ἑ­νώ­νουν μέ τήν ζω­ή μ' ἕ­να δε­σμό σχε­δόν ἀ­ό­ρα­το. Μᾶς πα­ρου­σιά­ζουν τήν ἀ­λή­θεια μέ ἕ­να τρό­πο λυ­ρι­κό καί κρυ­στάλ­λι­νο, ἀ­να­τρέ­πουν κυ­ρί­αρ­χες ἰ­δε­ο­λο­γί­ες, ἀ­να­δει­κνύ­ουν τό καί­ριο καί ση­μαν­τι­κό, προ­βάλ­λουν πρό­τυ­πα ζω­ῆς, κι ὄ­χι χάρ­τι­νους ἥ­ρω­ες πού ἀ­πο­κοι­μί­ζουν καί δι­α­φθεί­ρουν τήν συ­νεί­δη­ση.

Ἡ ται­νί­α «Ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας» εἶ­ναι μιά τέ­τοι­α ται­νί­α. Πε­ρι­γρά­φει τήν ἀ­λή­θεια χω­ρίς νά σοῦ δί­νει τήν ἐν­τύ­πω­ση τῆς στρα­τευ­μέ­νης τέ­χνης. Μέ τρό­πο ποι­η­τι­κό μά συ­νά­μα ρε­α­λι­στι­κό, λέ­ει ἀ­λή­θει­ες πού πολ­λοί προ­σπά­θη­σαν χρό­νια τώ­ρα νά πα­ρα­χα­ρά­ξουν. Εἶ­ναι ἕ­να σύγ­χρο­νο συ­να­ξά­ρι ὀ­σια­κοῦ καί μαρ­τυ­ρι­κοῦ βί­ου, τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­ζη­σαν χι­λιά­δες δί­και­οι των και­ρῶν μας. Μᾶς πε­ρι­γρά­φει μέ ἁ­δρά χρώ­μα­τα πιά εἶ­ναι ἡ ὁ­μο­λο­γί­α ἑ­νός ἱ­ε­ρέ­α – ἀλ­λά κα­τ’ ­ἐ­πέ­κτα­ση καί ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε Χρι­στια­νοῦ σέ και­ρούς δύ­σκο­λους και δίσεκτους.

Νά συμ­πλη­ρώ­σω ὅ­τι στήν ται­νί­α  παρατηροῦμε μιά με­γά­λη ἰ­σορ­ρο­πί­α μεταξύ φόρ­μας καί πε­ρι­ε­χό­με­νου. Δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιά κη­ρυγ­μα­τι­κή ται­νί­α. Εἶ­ναι μιά ται­νί­α μέ πο­λύ στέ­ρε­α ἀ­φή­γη­ση. μέ ἀρ­χή, μέ­ση καί τέ­λος καί ταυ­τό­χρο­να μέ μιά ποι­η­τι­κή κι­νη­μα­το­γρά­φη­ση, πολ­λές σκη­νές, πολ­λά πλά­να, γρή­γο­ρο μον­τάζ. Ὅ­μως ἔ­χου­με κι ἕ­να θαυ­μά­σιο σε­νά­ριο, ἕ­να θαυ­μά­σιο πε­ρι­ε­χό­με­νο. Δέν ἀ­φή­νει τόν θε­α­τή κα­θό­λου νά κου­ρα­στεῖ, ἀλ­λά ἐ­πι­βάλ­λει μέ γλα­φυ­ρό τρό­πο ἕ­να ὑ­ψη­λό πνευ­μα­τι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό...