Ἀνοημάτιστη λιτανεία





πρωτ. Βα­σί­λει­ος Χρι­στο­δού­λου




 Ἕ­νας ἀ­πό τούς με­γά­λους κιν­δύ­νους φαλ­κί­δευ­σης τῆς δυ­να­μι­κῆς τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς λα­τρεί­ας στή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που κά­θε ἐ­πο­χῆς εἶ­ναι ἡ ἀ­βα­σά­νι­στη «λι­τα­νεί­α» διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων λει­τουρ­γι­κῶν πρά­ξε­ων πού ἔ­χουν ἀ­πω­λέ­σει τό νό­η­μά τους (δη­λα­δή τήν ἀ­φορ­μή καί τόν σκο­πό τους).

Οἱ λι­τα­νεῖ­ες κα­τά τίς πα­νη­γύ­ρεις τῶν Ἱ. Να­ῶν μας καί ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο αὐ­τές σή­με­ρα γί­νον­ται, δη­μι­ουρ­γεῖ τόν προ­βλη­μα­τι­σμό τί ἐ­πι­τέ­λους μπο­ρεῖ νά ἐκ­φρά­ζει στήν ση­με­ρι­νή ἐ­πο­χή ἡ συ­νέ­χι­ση μιᾶς ὄν­τως ἀρ­χαί­ας λει­τουρ­γι­κῆς πρά­ξης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­ταν ἔ­χει ἀ­πω­λε­σθεῖ, κα­τά τή γνώ­μη μου, ἡ μή­τρα πού γεν­νοῦ­σε αὐ­θόρ­μη­τα καί ἀ­βί­α­στα πα­ρό­μοι­ες λα­τρευ­τι­κές ἐκ­δη­λώ­σεις.

Κοι­τά­ζον­τας πί­σω τήν ἱ­στο­ρί­α μας, νο­μί­ζω ὅ­τι ἡ μή­τρα πού γεν­νοῦ­σε τέ­τοι­ους εἴ­δους ἐκ­δη­λώ­σεις ἦ­ταν ἡ χα­ρά καί ἡ λύ­πη τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος. Χα­ρά πού ξέ­σπα­γε σέ ἔκ­φρα­ση εὐ­χα­ρι­στί­ας, καί λύ­πη πού με­του­σι­ω­νό­ταν σέ ἱ­κε­τή­ρια κραυ­γή (ἐξ οὗ καί ἡ λέ­ξη «λι­τα­νεί­α», ἀ­πό τό «λι­τή», πού ση­μαί­νει «ἱ­κε­σί­α, προ­σευ­χή, δέ­η­ση») πρός τόν Θε­ό γιά βο­ή­θεια καί λύ­τρω­ση.  

Καί ἐ­ξη­γοῦ­μαι: ἡ χα­ρά καί ἡ λύ­πη πού προ­α­νέ­φε­ρα ἐκ­φρά­ζουν κα­τά κύ­ριο λό­γο τίς δύ­ο ἀ­φορ­μές γιά τίς ὁ­ποῖ­ες γί­νον­ταν λι­τα­νεῖ­ες. Ἡ πρώ­τη ἀ­φορ­μή δι­νό­ταν ἀ­πό κα­θα­ρά πρα­κτι­κό λό­γο καί ἀ­φο­ροῦ­σε τήν ἀ­να­κο­μι­δή, με­τα­φο­ρά, ἑ­νός λει­ψά­νου μάρ­τυ­ρα στήν γε­νέ­θλια πό­λη του, κά­τι πού ξέ­φευ­γε ἀ­πό τήν ἁ­πλή δι­εκ­πε­ραί­ω­ση μιᾶς πρά­ξης με­τα­φο­ρᾶς καί λάμ­βα­νε τήν μορ­φή πα­νη­γύ­ρε­ως καί λι­τα­νευ­τι­κῆς πομ­πῆς μέ πάν­δη­μη συμ­με­το­χή, ὡς ἄ­με­ση, αὐ­θόρ­μη­τη ἔκ­φρα­ση τῆς χα­ρᾶς γιά τήν ἀ­πο­δο­χή τοῦ ἁ­γι­α­σμέ­νου σώ­μα­τος τοῦ μάρ­τυ­ρα. Ἡ δεύ­τε­ρη ἀ­φορ­μή δι­νό­ταν ἀ­πό τήν δο­κι­μα­σί­α τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἐ­ξαι­τί­ας λοι­μι­κῶν ἀ­σθε­νει­ῶν, ἐ­πι­δρο­μῆς ἀλ­λο­φύ­λων ἐ­θνῶν, φυ­σι­κῶν κα­τα­στρο­φῶν κ.ἄ. Ἡ λύ­πη ἀ­πό τήν δο­κι­μα­σί­α καί ὁ φό­βος ἀ­πό ἐ­περ­χό­με­νη κα­τα­στρο­φή ὠ­θοῦ­σαν τόν λα­ό νά πε­ριά­γει εἰ­κο­νί­σμα­τα καί ἱ­ε­ρά λεί­ψα­να κα­τα­με­σίς τῶν δρό­μων τῆς πό­λε­ως ση­κώ­νον­τας ἱ­κε­τευ­τι­κά, λι­τα­νευ­τι­κά τά χέ­ρια του πρός τόν Θε­ό λέ­γον­τάς Του οὐ­σι­α­στι­κά: «αὐ­τός εἶ­ναι ὁ τό­πος καί ὁ τρό­πος τῆς ζω­ῆς μας, Σέ πα­ρα­κα­λοῦ­με προ­στά­τε­ψέ τον», ἐκ­δί­δον­τας ἔ­τσι μέ ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη τήν ὕ­παρ­ξή Του στήν πρό­νοι­α καί τήν ἀ­γά­πη Του.    

Νο­μί­ζω ὅ­τι ἡ φα­νε­ρή πιά ἔλ­λει­ψη στίς μέ­ρες μας ὅ­λων τῶν πα­ρα­πά­νω ἀ­φορ­μῶν ἀλ­λά καί ἡ ἀ­πο­καρ­δι­ω­τι­κή εἰ­κό­να πού πα­ρου­σιά­ζει σή­με­ρα μί­α λι­τα­νευ­τι­κή πομ­πή κα­τά τήν πα­νή­γυ­ρη ἑ­νός Ἱ.Να­οῦ, ἰ­δί­ως τῶν με­γά­λων ἀ­στι­κῶν κέν­τρων, δη­μι­ουρ­γεῖ ἀ­να­πό­δρα­στα τό ἐ­ρώ­τη­μα: «ποι­ά ἀ­νάγ­κη ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν σή­με­ρα οἱ λι­τα­νεῖ­ες;».

Ποι­ά προ­σευ­χη­τι­κή ἀ­νάγ­κη ἐκ­φρά­ζε­ται σέ μιά λι­τα­νεί­α ὅ­ταν κα­θ’ ὅ­λη τήν διά­ρκειά της οἱ ἱ­ε­ρεῖς συ­νο­μι­λοῦν με­τα­ξύ τους, ἐ­νῷ ὁ πα­ρι­στά­με­νος ἐ­πί­σκο­πος «ἀ­σχο­λεῖ­ται» μέ τούς συ­να­κο­λου­θοῦν­τες «ἐ­πι­σή­μους»; Ποι­ά ἱ­κε­σί­α ἀ­να­πέμ­πε­ται πρός τόν Θε­ό, ὅ­ταν σέ πά­ρα πολ­λές λι­τα­νεῖ­ες δέν γί­νε­ται οὔ­τε μί­α στά­ση γιά λι­τή (δέ­η­ση δη­λα­δή), ἁ­πλά φέρ­νου­με βόλ­τα μιά εἰ­κό­να ἐ­πι­στρέ­φον­τάς την πά­λι στό Να­ό; Ποι­ά τι­μή μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δί­δου­με σ’ ἕ­ναν ἅ­γιο, ὅ­ταν συ­νο­δεύ­ου­με τό ἱ­ε­ρό σκή­νω­μά του ἤ τήν εἰ­κό­να του ὄ­χι μέ ὕ­μνους καί προ­σευ­χη­τι­κές ᾠ­δές, ἀλ­λά μέ ταμ­πούρ­λα, τρομ­πέ­τες καί κρου­στά; Μιά μα­τιά νά ρί­ξου­με γιά μιά στιγ­μή σέ ὅ­λον αὐ­τόν τόν κό­σμο πού ἀ­κο­λου­θεῖ τή λι­τα­νεί­α θά δι­α­πι­στώ­σου­με - ἄν θέ­λου­με νά εἴ­μα­στε εἰ­λι­κρι­νεῖς - εἰ­κό­να χα­λα­ροῦ πε­ρι­πά­του μέ ἄ­φθο­νη συ­ζή­τη­ση καί σχο­λια­σμούς...

Ἡ στε­νά­χω­ρη αὐ­τή εἰ­κό­να φτά­νει σέ ση­μεῖ­ο νά ξε­πε­ρά­σει ἀ­κό­μα καί αὐ­τά τά ὅ­ρια τῆς στοι­χει­ώ­δους σο­βα­ρό­τη­τας ὅ­ταν τήν λι­τα­νευ­τι­κή πομ­πή φτά­νον­τας πιά στό Να­ό τήν ὑ­πο­δέ­χε­ται μί­α ὁ­μο­βρον­τί­α κρο­τί­δων καί βεγ­γα­λι­κῶν (τεί­νει νά γί­νει πα­νη­γυ­ρι­κή ἀ­τρα­ξιόν σέ ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρους Να­ούς). Ἄ­φθο­νο ὑ­λι­κό γιά σχο­λια­σμούς μιᾶς πα­πα­δι­α­μαν­τι­κῆς γρα­φί­δας...

Κά­τι πού μέ συγ­κι­νοῦ­σε ἀ­πό παι­δά­κι ὅ­ταν κρα­τοῦ­σα τά ἑ­ξα­πτέ­ρυ­γα καί τό θυ­μια­τό στίς λι­τα­νεῖ­ες τῆς ἐ­νο­ρί­ας μου ἦ­ταν ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι ὁ Χρι­στός βη­μα­τί­ζει μέ­σα στά σο­κά­κια καί τά σταυ­ρο­δρό­μια τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς μας. Ἔρ­χε­ται καί περ­πα­τεῖ μέ­σα στόν τρό­πο καί τόν τό­πο τόν δι­κό μας. Πε­ρι­δι­α­βαί­νει τούς χώ­ρους καί τίς γω­νι­ές πού παί­ζου­με, πού ἐρ­γα­ζό­μα­στε, πού μο­χθοῦ­με καί δι­α­σκε­δά­ζου­με καί τρό­πον τι­νά κλί­νει συμ­πα­θη­τι­κά καί χα­μο­γε­λα­στά, μᾶλ­λον συγ­κα­τα­νευ­τι­κά τό πρό­σω­πό Του στόν πο­λύ­χρω­μο τρό­πο ζω­ῆς μας.

Με­γα­λώ­νον­τας ὅ­μως ἄρ­χι­σα νά βλέ­πω καί τόν δι­κό μας τρό­πο. Συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­σα τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α, τήν πε­ρι­έρ­γεια, τήν φολ­κλο­ρι­κή δι­ά­θε­ση μέ τήν ὁ­ποί­α ἀν­τι­με­τω­πί­ζα­με, ἐ­μεῖς ὁ κό­σμος, αὐ­τό τό τό­σο ρο­μαν­τι­κό στά παι­δι­κά μου μά­τια, περ­πά­τη­μα τοῦ Χρι­στοῦ στούς δρό­μους μας. Τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α μέ τήν ὁ­ποί­α, ὡς ἱ­ε­ρεῖς πιά, ἀν­τι­με­τω­πί­ζα­με τό γε­γο­νός τῆς ἀ­γα­νά­κτη­σης πού προ­κα­λοῦ­σε ἡ ἐ­πι­βο­λή δι­α­κο­πῆς τῆς κυ­κλο­φο­ρί­ας σέ πο­λυ­σύ­χνα­στους δρό­μους τῶν Ἀ­θη­νῶν γιά νά πε­ρά­σει ἡ δι­κή μας λι­τα­νεί­α, ἀρ­νού­με­νοι νά δι­α­πι­στώ­σου­με ὅ­τι ἡ λι­τα­νεί­α αὐ­τή δέν ἐκ­φρά­ζει πιά πάν­δη­μα καρ­δια­κά σκιρ­τή­μα­τα τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος ἀλ­λά τήν συγ­κα­τά­θε­ση, ἄ­ρα καί συμ­με­το­χή, με­ρί­δος μό­νον ἀν­θρώ­πων. 

Προ­σπα­θοῦ­με νά ἐ­πι­βά­λου­με τήν πα­ρου­σί­α μας στήν κοι­νω­νί­α μέ ἕ­ναν πομ­πώ­δη, βα­ρύ­γδου­πο καί σα­μα­τα­τζί­δι­κο τρό­πο, μέ­σα ἀ­πό μιά λει­τουρ­γι­κή πρά­ξη πού ἔ­χει χά­σει πιά τό νό­η­μά της, καί μέ τήν δι­κή μας εὐ­θύ­νη ἔ­χα­σε καί τήν σο­βα­ρό­τη­τά της. Ἴ­σως για­τί κα­τά βά­θος συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με ὅ­τι ἔ­χου­με σάν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο χά­σει τό ἔ­ρει­σμά μας στίς καρ­δι­ές τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἀ­πο­γυ­μνω­μέ­νοι ἀ­πό ἦ­θος καί ἁ­γι­ό­τη­τα (μᾶλ­λον αὐ­τό ἐν­νο­οῦ­με ὅ­ταν μι­λᾶ­με ὅ­λοι μας γιά κρί­ση ἐν­τός τῶν κόλ­πων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας), στε­ρη­μέ­νοι πεί­νας καί δί­ψας γιά τό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ, τό μό­νο πού μᾶς ἀ­πο­μέ­νει εἶ­ναι νά ντύ­νου­με τήν γυ­μνό­τη­τά μας μέ φτι­α­σι­δώ­μα­τα βυ­ζαν­τι­νῆς με­γα­λο­πρέ­πειας ἄλ­λων ἐ­πο­χῶν, προ­σπα­θών­τας ὄ­χι νά κα­τα­κτή­σου­με ἐμ­πι­στο­σύ­νη καί καρ­δι­ές ἀλ­λά νά ... ἐν­τυ­πω­σι­ά­σου­με.

Ἴ­σως τό οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρο θά ἦ­ταν νά προ­σπα­θού­σα­με νά ἁ­γι­ά­σου­με τόν τό­πο καί τόν τρό­πο τῆς ζω­ῆς μας ὄ­χι τό­σο πε­ρι­φέ­ρον­τας εἰ­κό­νες καί λά­βα­ρα ἀλ­λά κα­θι­στών­τας τόν κά­θε ἄν­θρω­πο εὐ­χα­ρι­στια­κή ὀν­τό­τη­τα, πρό­σω­πο πού νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει καί νά χαί­ρε­ται τόν Θε­ό Του. Καί ἴ­σως τό­τε μέ τό «ἐν εἰ­ρή­νῃ προ­έλ­θω­μεν» νά ἀ­πο­λύ­α­με ἑ­κα­τον­τά­δες λι­τα­νευ­τι­κές πομ­πές πρός ὅ­λα τά μή­κη καί πλά­τη τῆς ἐ­νο­ρί­ας μας, ἱ­κα­νές νά μαρ­τυ­ρή­σουν τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στίς ρῦ­μες καί πλα­τεῖ­ες μας, στήν ἀγ­χω­τι­κή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας.