ΓΙΑ ΤΑ... ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ





                
Δήμητρα Συνετοῦ, "θεολόγος"



Νά μᾶς συγ­χω­ρή­σουν ὅ­σοι θά ἐ­νο­χλη­θοῦν ἀ­πό αὐ­τό τό κεί­με­νο, ἀλ­λά ὑ­πο­χρέ­ω­σή μας εἶ­ναι νά ἀ­να­ζη­τοῦ­με δια­ρκῶς τήν ἀ­λή­θεια, προ­σπα­θών­τας νά ἐν­νο­ή­σου­με τί εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά σω­στό καί τί εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιά συν­τη­ρη­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἐ­πο­χῆς, πού θά πρέ­πει νά ἀ­πο­σα­φη­νι­στεῖ. 

  
Ἡ πα­ρε­ξή­γη­ση σχε­τι­κά μέ τά παν­τε­λό­νια ξε­κί­νη­σε στήν Εὐ­ρώ­πη τόν 18ο αἰ­ῶ­να, ὅ­ταν οἱ γυ­ναῖ­κες πού δού­λευ­αν στήν βι­ο­μη­χα­νί­α θέ­λη­σαν νά φο­ρέ­σουν παν­τε­λό­νια γιά λό­γους πρα­κτι­κό­τη­τας καί ἀ­σφα­λεί­ας (ὅ­πως γιά πα­ρά­δειγ­μα στά ἀν­θρα­κω­ρυ­χεῖ­α τῆς Μ. Βρετ­τα­νί­ας). Τήν ἴ­δια ἀ­νάγ­κη εἶ­χαν καί γυ­ναῖ­κες ἀ­γρό­τισ­σες πού οἱ μα­κρι­ές φοῦ­στες τίς ἐμ­πό­δι­ζαν στίς γε­ωρ­γι­κές ἐρ­γα­σί­ες. Με­γά­λες ἦ­ταν οἱ ἀν­τι­δρά­σεις τῆς ἀν­δρο­κρα­τού­με­νης κοι­νω­νί­ας, ἀ­κό­μα καί στό με­τα­ε­πα­να­στα­τι­κό Πα­ρί­σι, ὅ­που σχε­τι­κή δι­ά­τα­ξη τῆς Ἀ­στυ­νο­μι­κῆς Δι­εύ­θυν­σης (1799), ἀ­πα­γό­ρευ­ε τά παν­τε­λό­νια στίς γυ­ναῖ­κες γιά λό­γους… ὑ­γι­ει­νῆς. 

Ἡ προ­τε­σταν­τι­κή θε­ο­λο­γί­α πού ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή ἐκ­φρα­ζό­ταν μέ­σα ἀ­πό εὐ­σε­βι­στι­κές τά­σεις (Που­ρι­τα­νι­σμός στήν Ἀγ­γλί­α καί τήν Ἀ­με­ρι­κή, Πι­ε­τι­σμός στήν Γερ­μα­νί­α), ἀν­τέ­δρα­σε ἀ­μέ­σως. Κι ἡ ἀν­τί­δρα­ση ἦ­ταν με­γά­λη για­τί τήν ἴ­δια πε­ρί­που πε­ρί­ο­δο, στήν Εὐ­ρώ­πη πα­ρου­σι­ά­ζον­ται τά πρῶ­τα κι­νή­μα­τα ὑ­πέρ τῶν δι­και­ω­μά­των τῆς ψή­φου τῶν γυ­ναι­κῶν, κυ­ρί­ως ἀ­πό ἀ­στές πού πο­λε­μοῦ­σαν τό τό­τε θρη­σκευ­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο καί με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων...φο­ροῦ­σαν παν­τε­λό­νια.

Ἐ­πι­κα­λέ­στη­καν οἱ δυ­τι­κοί Θε­ο­λό­γοι ἕ­να ἐ­δά­φιο ἀ­πό τό Δευ­τε­ρο­νό­μιο (22,5) πού ἀ­να­φέ­ρει: «Οὐκ ἔ­σται σκεύ­η ἀν­δρὸς ἐ­πὶ γυ­ναι­κί, οὐ­δὲ μὴ ἐν­δύ­ση­ται ἀ­νὴρ στο­λὴν γυ­ναι­κεί­αν, ὅ­τι βδέ­λυγ­μα Κυ­ρί­ῳ τῷ Θε­ῷ σού ἐ­στι πᾶς ὁ ποι­ῶν ταῦ­τα», δη­λα­δή: Δέν θά φο­ρε­θοῦν ἐν­δύ­μα­τα ἀν­δρός σέ γυ­ναῖ­κα, οὔ­τε ἄν­δρας θά φο­ρέ­σει ἀμ­φί­ε­ση γυ­ναι­κεί­α, δι­ό­τι ὅ­ποι­ος τά κά­νει αὐ­τά θά εἶ­ναι βδε­λυ­ρός γιά τόν Θε­ό. Ὅ­μως ἄν ἐ­ξε­τά­σου­με μέ προ­σο­χή τό ἐ­δά­φιο, πα­ρα­τη­ροῦ­με ὅ­τι ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἀμ­φί­ε­ση ὡς σύ­νο­λο κι ὄ­χι σέ συγ­κε­κρι­μέ­να ἐν­δύ­μα­τα. Κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι στό Δευ­τε­ρο­νό­μιο ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ μιά γε­νι­κό­τε­ρη στά­ση ζω­ῆς ὅ­που συγ­χέ­ον­ται οἱ ρό­λοι ἄν­δρα καί γυ­ναῖ­κας.

Ἕ­να ἄλ­λο χω­ρί­ο πού προ­έ­βαλ­λαν (καί προ­βάλ­λουν ἀ­κό­μα κά­ποι­ε­ς  προ­τε­σταν­τι­κές ὁ­μο­λο­γί­ες τῶν ΗΠΑ), εἶ­ναι αὐ­τό τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, (Α΄Τι­μόθ. β’, 9-10): «ὡ­σαύ­τως καὶ τὰς γυ­ναῖ­κας ἐν κα­τα­στο­λῇ κο­σμί­ῳ, με­τὰ αἰ­δοῦς καὶ σω­φρο­σύ­νης κο­σμεῖν ἑ­αυ­τάς, μὴ ἐν πλέγ­μα­σι ἢ χρυ­σῷ ἢ μαρ­γα­ρί­ταις ἢ ἱ­μα­τι­σμῷ πο­λυ­τε­λεῖ, ἀλ­λ’ ὃ πρέ­πει γυ­ναι­ξὶν ἐ­παγ­γελ­λο­μέ­ναις θε­ο­σέ­βειαν, δι’ ἔρ­γων ἀ­γα­θῶν». Πα­ρ’ ὅ­τι τό ἐ­δά­φιο ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς γυ­ναῖ­κες πού δι­α­κο­νοῦν, εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως λο­γι­κό νά προ­τρέ­πει ὁ Ἀ­πό­στο­λος τίς Χρι­στια­νές γυ­ναῖ­κες νά μήν ἐ­πι­δει­κνύ­ουν τόν πλοῦ­το τους καί νά μήν προ­κα­λοῦν, ἀλ­λά νά ντύ­νον­ται κό­σμια.  

Ἐ­πί­σης, κά­ποι­οι ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τόν κα­νό­να ΙΓ΄ τῆς Συ­νό­δου τῆς Γάγ­γρας (343), που ἀ­να­φέ­ρει: «Εἴ τις γυ­νὴ διὰ νο­μι­ζο­μέ­νην ἄ­σκη­σιν με­τα­βάλ­λοι­το ἀμ­φί­ε­σμα, καὶ ἀν­τὶ τοῦ εἰ­ω­θό­τος γυ­ναι­κεί­ου ἀμ­φι­έ­σμα­τος ἀν­δρῷ­ον ἀ­να­λά­βοι, ἀ­νά­θε­μα ἔ­στω». Ὀ­ρί­ζει, δη­λα­δή, ὅ­τι οἱ ἀ­σκή­τρι­ες δέν πρέ­πει νά φο­ρᾶ­νε ἀν­δρι­κά ροῦ­χα, γιά πρα­κτι­κούς λό­γους (γιά νά δι­ευ­κο­λύ­νουν τήν ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή). 

Νά ση­μει­ώ­σου­με ἐ­δῶ πώς στήν ἐ­πο­χή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου, ἀλ­λά καί κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο πού ἔ­γι­νε ἡ προ­α­να­φε­ρό­με­νη Σύ­νο­δος, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες φο­ροῦ­σαν πα­ρό­μοι­ους χι­τῶ­νες κι αὐ­τό πού προσ­δι­ό­ρι­ζε τήν δι­α­φο­ρά ἦ­ταν ὁ σχε­δια­σμός καί οἱ λε­πτο­μέ­ρεια. Συ­νε­πῶς, κά­τι ἄλ­λο ἐν­νο­οῦν οἱ πα­ραι­νέ­σεις τῶν πα­τέ­ρων.

Ε­πί­σης, ἄς θυ­μη­θοῦ­με ὅ­τι στόν τό­πο μας κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νο νά φο­ροῦν οἱ ἄν­δρες φου­στα­νέ­λες. Ἡ φου­στα­νέ­λα ἦ­ταν πα­ρα­δο­σια­κό ἔν­δυ­μα τῶν ἀν­δρῶν στά Ὀρ­θό­δο­ξα Βαλ­κά­νια μέ­χρι τήν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1890, ὁ­πό­τε καί ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε γιά λό­γους μό­δας ἀ­πό "τά φράγ­κι­κα", δη­λα­δή τό παν­τε­λό­νι. Ἀλ­λά καί οἱ γυ­ναῖ­κες φο­ροῦ­σαν σέ πολ­λά νη­σιά βρά­κες, ὅ­πως βλέ­που­με νά ἀ­πει­κο­νί­ζον­ται σέ γκρα­βοῦ­ρες καί ζω­γρα­φι­ές τῆς ἐ­πο­χῆς. Κα­νείς ἡ­γού­με­νος δέν σκέ­φτη­κε νά ἀ­πα­γο­ρεύ­σει στούς θε­ο­σε­βού­με­νους Κο­λο­κο­τρώ­νη καί Μα­κρυ­γιά­ννη νά μποῦν σέ κά­ποι­ο μο­να­στῆ­ρι οὔ­τε ὁ Πα­τριά­ρχης νά βγά­λει κά­ποι­α ἐγ­κύ­κλιο, για­τί ἁ­πλού­στα­τα δέν ἐ­πη­ρέ­α­ζαν ἀ­κό­μα τά θρη­σκευ­τι­κά πράγ­μα­τα ξέ­νοι ἱ­ε­ρα­πό­στο­λοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι με­τά τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση μᾶς βομ­βάρ­δι­σαν στήν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α μέ πλῆ­θος ἐν­τύ­πων καί μᾶς ἐ­πη­ρέ­α­σαν σέ πολ­λά ζη­τή­μα­τα, πού ἀ­κό­μα δυ­στυ­χῶς δέν ἔ­χου­με ξε­πε­ρά­σει. Βέ­βαι­α, εἶ­ναι κα­τα­νο­η­τό πό­σο προ­κλη­τι­κό μπο­ρεῖ νά φαι­νό­ταν τό «εί­σα­γό­με­νο» ἀ­πό τήν Δύ­ση παν­τε­λό­νι στήν ἀ­γρο­τι­κή ἑλ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ αἰ­ῶ­να, ἄν ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με πῶς ντύ­νον­ταν τό­τε οἱ γυ­ναῖ­κες.

Ἐ­πα­νερ­χό­μα­στε στό βα­σι­κό ἐ­ρώ­τη­μα: Πρέ­πει νά ἀ­σχο­λού­μα­στε  μέ τά παν­τε­λό­νια τῶν γυ­ναι­κῶν ἤ μή­πως τό «πρό­βλη­μα» προ­έρ­χε­ται μό­νο ἀ­πό τίς ἱ­στο­ρι­κές συγ­κυ­ρί­ες καί ἔ­χει ξε­πε­ρα­στεῖ; Ὅ­πως προ­εί­πα­με, εἶ­ναι προ­φα­νές ὅ­τι τό Δευ­τε­ρο­νό­μιο καί ἡ Σύ­νο­δος τῆς Γάγ­γρας ἀ­να­φέ­ρον­ται σέ συ­νο­λι­κή ἐν­δυ­μα­σί­α πού πα­ρα­πέμ­πει στό ἕ­να ἤ τό ἄλ­λο φύ­λο κι ὄ­χι σέ συγ­κε­κρι­μέ­να ροῦ­χα. Σή­με­ρα εἶ­ναι κοι­νός τό­πος πώς μέ τά παν­τε­λό­νια οἱ γυ­ναῖ­κες δέν προ­σπα­θοῦν νά μοιά­σουν στούς ἄν­δρες, ἀλ­λά νά ἔ­χουν τήν δυ­να­τό­τη­τα μιᾶς πιό πρα­κτι­κῆς ἀμ­φί­ε­σης. Μπο­ρεῖ στό πα­ρελ­θόν τά παν­τε­λό­νια νά τά φό­ρε­σαν φε­μι­νί­στρι­ες πού ἐ­νο­χλοῦ­σαν μέ τήν ἀμ­φί­ε­σή τους καί τά πι­στεύ­ω τους, ἀλ­λά δέν κα­τα­λα­βαί­νου­με  τί νό­η­μα ἔ­χει σή­με­ρα νά μήν τά ἐ­πι­τρέ­που­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ὅ­λα αὐ­τά ἔ­χουν ξε­πε­ρα­στεῖ καί μπρο­στά στίς δύ­σκο­λες προ­κλή­σεις τῆς ἐ­πο­χῆς μας, οἱ γυ­ναῖ­κες ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε «έν πνεύ­μα­τι καί ἀ­λη­θεί­ᾳ» νά συμ­με­τέ­χου­με στήν ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί μα­ζί μέ τούς ἀ­δελ­φούς μας νά ἐρ­γα­ζό­μα­στε γιά τήν δι­ά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, σέ και­ρούς δύ­σκο­λους καί πο­νη­ρούς.