Ιωάννης Χρυσόστομος: Ο προφήτης της οικουμενικής αγάπης



Χρυ­σό­στο­μος Α. Στα­μού­λης
Ι­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος,
Ο προ­φή­της της οι­κου­με­νι­κής α­γά­πης

            

Στο πρώ­το Συ­νέ­δριο των Ορ­θό­δο­ξων Θε­ο­λο­γι­κών Σχο­λών το 1936, στην Α­θή­να, ο π. Γε­ώρ­γιος Φλο­ρόβ­σκυ εί­χε προ­τεί­νει μια δη­μι­ουρ­γι­κή ε­πι­στρο­φή στους Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας. Έ­να άλ­λο δι­ά­βα­σμα τους, μια προ­σο­χή, μια μα­τιά στο πνεύ­μα τους και ο­πωσ­δή­πο­τε ό­χι μό­νο στο γράμ­μα. Μια α­νά­κτη­ση του πα­τε­ρι­κού τρό­που του σκέ­πτε­σθαι, έ­τσι ώ­στε να μπο­ρέ­σει να ξα­να­βρεί κα­νείς την χα­μέ­νη «ι­κα­νό­τη­τα να φλέ­γε­ται, μό­λις έρ­χε­ται εις ε­πα­φήν με το πυρ της εμ­πνεύ­σε­ώς του· ό­χι να γί­νη ει­δι­κός εις τον κα­ταρ­τι­σμόν αρ­χαι­ο­λο­γι­κών συλ­λο­γών α­πε­ξη­ραμ­μέ­νων βο­τά­νων»[1]

Την ά­πο­ψη αυ­τή του κο­ρυ­φαί­ου θε­ο­λό­γου της Ορ­θο­δο­ξί­ας του ει­κο­στού αι­ώ­να, που έ­βλε­πε προ­φη­τι­κά την αλ­λοί­ω­ση που πλη­σί­α­ζε, την αλ­λοί­ω­ση που ή­δη εί­χε ει­σβά­λει ως δι­η­θη­τι­κός ι­ός α­πό τις πόρ­τες και τα πα­ρά­θυ­ρα του σχο­λα­στι­κι­σμού σε Α­να­το­λή και Δύ­ση, εν­στερ­νί­στη­καν με εν­θου­σια­σμό στην πο­ρεί­α ουκ ο­λί­γοι Ορ­θό­δο­ξοι θε­ο­λό­γοι σε ό­λα τα ση­μεί­α του κό­σμου. Μά­λι­στα στα­δια­κά η πρό­τα­ση Φλο­ρόβ­σκυ για ε­πι­στρο­φή στο πνεύ­μα των Πα­τέ­ρων της Εκ­κλη­σί­ας έ­λα­βε δι­α­στά­σεις κα­θο­λι­κό­τη­τας εν­τός των ο­ρί­ων της Ορ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας. Σε ό­λα τα μή­κη και πλά­τη της Ορ­θο­δο­ξί­ας η ε­πι­στρο­φή στους Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας, για την ο­ποί­α ουκ ο­λί­γο συ­νέ­βα­λαν και οι δυ­τι­κοί θε­ο­λό­γοι, η κί­νη­ση της Οξ­φόρ­δης για πα­ρά­δειγ­μα, αλ­λά και πολ­λοί άλ­λοι, κα­θώς και η α­να­κά­λυ­ψη του πνεύ­μα­τός τους που έ­μοια­ζε να χά­νε­ται πί­σω α­πό την α­κρί­βεια του γράμ­μα­τος, ή­ταν το νέ­ο ζη­τού­με­νο, η ελ­πί­δα για μια νέ­α αρ­χή. Δυ­στυ­χώς ό­μως αυ­τή η κα­θο­λι­κό­τη­τα φαί­νε­ται πως δεν έ­φτα­σε στο με­δού­λι της θε­ο­λο­γί­ας αλ­λά ε­ξάν­τλη­σε τη δύ­να­μή της στα γλωσ­σι­κά ό­ρια και έ­λα­βε τον χα­ρα­κτή­ρα μιας ε­πι­φα­νεια­κής μα­νι­έ­ρας που α­δυ­να­τού­σε α­πό μό­νη της να ο­λο­κλη­ρω­θεί και ταυ­τό­χρο­να να ο­λο­κλη­ρώ­σει τη σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γι­κή α­γω­νί­α.


Χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο π. Α­λέ­ξαν­δρος Σμέ­μαν, συ­νο­δοι­πό­ρος του π. Γε­ωρ­γί­ου Φλο­ρόβ­σκυ, δι­α­βλέ­πον­τας το και­νούρ­γιο εγ­κλω­βι­σμό της πα­τε­ρι­κής θε­ο­λο­γί­ας στους νέ­ους τύ­πους που αν­τι­κα­τέ­στη­σαν τους πα­λαι­ούς, θέ­λη­σε να προ­ω­θή­σει α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τη σκέ­ψη του π. Γε­ωρ­γί­ου Φλο­ρόβ­σκυ. Πρό­τει­νε, λοι­πόν, έ­να ά­νοιγ­μα στο ε­πέ­κει­να, μια θε­ο­λο­γι­κή ε­πέ­κτα­ση η ο­ποί­α, χω­ρίς να α­γνο­εί τους Πα­τέ­ρες, τη Φι­λο­κα­λί­α και το τυ­πι­κό, τα ο­ποί­α α­πο­λυ­το­ποι­η­μέ­να και α­πο­κομ­μέ­να α­πό τη ζω­ή της Εκ­κλη­σί­ας α­πο­κα­λύ­πτουν την έλ­λει­ψη σο­βα­ρό­τη­τας και τα­λέν­του των με­λών του εκ­κλη­σι­α­στι­κού σώ­μα­τος, θα α­πο­κά­λυ­πτε ό­τι η θε­ο­λο­γί­α μπο­ρεί και ο­φεί­λει να α­πο­τε­λεί τη συ­νεί­δη­ση και την ε­ξα­γνι­στι­κή αυ­το­κρι­τι­κή της Εκ­κλη­σί­ας, να α­πο­τε­λεί, δη­λα­δή, «την δια­ρκή υ­πό­μνη­ση των πραγ­μα­τι­κών σκο­πών της υ­πάρ­ξε­ώς της»[2].


 
Η συνέχεια εδώ
στο ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ: