Ακριβώς 1700 χρόνια μετά...


... α­πό το δι­ά­ταγ­μα των Με­δι­ο­λά­νων το 313! 

Κι ε­μείς, οι α­νά­ξιοι α­πό­γο­νοι των ε­πι­φα­νών προ­γό­νων μας, πα­σχί­ζου­με να φέ­ρου­με πί­σω τις πα­λι­ές θρη­σκεί­ες, να α­πο­ϊ­ε­ρο­ποι­ή­σου­με τα πάν­τα, να ξη­λώ­σου­με την Χρι­στι­α­νι­κή θρη­σκεί­α. Αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κοί, ό­σο κα­νείς άλ­λος λα­ός στον κό­σμο, αρ­νού­με­θα χί­λα χρό­νια έν­δο­ξου πα­ρελ­θόν­τος, ό­ταν ό­λοι οι γύ­ρω προ­σπα­θούν να κα­τα­σκευά­σουν ψεύ­τι­κο δι­κό τους πα­ρελ­θόν. 
 



 Κα­τη­γο­ρούν πολ­λοί "Ελ­λη­να­ρά­δες" τον Μέ­γα Κων­σταν­τί­νο, α­κό­μα και "δι­κοί" μας εκ­κλη­σι­α­στι­κοί, χω­ρίς να συ­νει­δη­το­ποι­ούν τί ση­μαί­νει η με­τά­νοι­α του "πλα­νη­τάρ­χη" Κων­σταν­τί­νου για την ι­στο­ρί­α της αν­θρω­πό­τη­τας, και το ό­τι ή­ταν στο σχέ­διο του Θε­ού, η με­τα­στρο­φή του, για να δι­α­δο­θεί το Ευ­αγ­γε­λί­ο. 


Να ση­μει­ώ­σου­με, ε­πί­σης, ό­τι πα­ρά την ι­σχύ του δι­α­τάγ­μα­τος, οι δι­ωγ­μοί στα­μά­τη­σαν μό­νο ό­ταν ο Κων­σταν­τί­νος έ­γι­νε μο­νο­κρά­το­ρας το 324.


Αναρτούμε με συγκίνηση το Διάταγμα του Μεδιολάνου (ή των Μεδιολάνων, αφού το σημερινό Μιλάνο λεγόταν Mediolanum ή Mediolanium).

Διαβάστε το, ταξίδεψτε στον χρόνο και μνημονεύστε τον Μέγα Κωνσταντίνο...



 
1. Ε­πει­δή α­πό πα­λιά κι­ό­λας σκε­φτό­μα­σταν ό­τι δεν πρέ­πει ν’ αρ­νού­μα­στε την ε­λευ­θε­ρί­α της θρη­σκεί­ας, αλ­λά πρέ­πει να δο­θή ε­ξου­σί­α στην σκέ­ψη και στη βού­λη­ση τού κα­θε­νός να ε­πι­με­λή­ται τα θεί­α πράγ­μα­τα ό­πως ο ί­διος θέ­λει, εί­χα­με δι­α­τά­ξει και για τους Χρι­στια­νούς να μπο­ρούν να τη­ρούν την πί­στη τής ε­πι­λο­γής τους και της θρη­σκεί­ας τους.  


2. Ε­πει­δή ό­μως στο κεί­με­νο ε­κεί­νο, με το ο­ποί­ο τους δό­θη­κε η ε­λευ­θε­ρί­α αυ­τή, α­πο­δεί­χτη­κε σα­φώς ό­τι εί­χαν προ­στε­θή πολ­λές και δι­α­φο­ρε­τι­κές α­πό­ψεις, γι’ αυ­τό ί­σως με­τά α­πό λί­γο με­ρι­κοί πα­ρεμ­πο­δί­ζον­ταν α­πό τον τρό­πο ζω­ής ε­κεί­νο.


3. Ό­ταν α­πό κα­λή τύ­χη, ε­γώ ο Αύ­γου­στος Κων­σταν­τί­νος κι ε­γώ ο Αύ­γου­στος Λι­κί­νιος, συ­ναν­τη­θή­κα­με στο Με­δι­ο­λά­νο και συ­ζη­τή­σα­με ό­λα ό­σα α­φορού­σαν στην ω­φέ­λεια και την χρη­σι­μό­τη­τα τού κοι­νού, α­νά­με­σα στ’ άλ­λα που μας φαί­νον­ταν ό­τι θα εί­ναι πο­λύ ω­φέ­λι­μα σε ό­λους, κρί­να­με ό­τι πρέ­πει να δώ­σου­με προ­τε­ραι­ό­τη­τα σ’ ε­κεί­να στα ο­ποί­α πε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν η ευ­λά­βεια και το σέ­βας προς το Θεί­ο, δη­λα­δή να δώ­σου­με και στους Χρι­στια­νούς και σ’ ό­λους ε­λεύ­θε­ρη ε­πι­λο­γή τού ν’ α­κο­λου­θούν ό­ποι­α θρη­σκεί­α θε­λή­σουν, ώ­στε, ό,τι Θεί­ο και ου­ρά­νιο πράγ­μα υ­πάρ­χει τέ­λος πάν­των, να κα­τα­στή δυ­να­τόν να εί­ναι ευ­με­νές σ’ ε­μάς και σ’ ό­λους ό­σοι δι­α­τε­λούν κά­τω α­πό την ε­ξου­σί­α μας.


4. Με υ­γι­ές λοι­πόν και ορ­θό­τα­το σκε­πτι­κό θε­σπί­σα­με την βού­λη­ση αυ­τή, σε κα­νέ­ναν α­πο­λύ­τως να μην αρ­νού­μα­στε την ε­ξου­σί­α να ε­πι­λέ­γη και ν’ α­κο­λου­θή τον τρό­πο ζω­ής και την θρη­σκεί­α των Χρι­στια­νών, και να δο­θή στον κα­θέ­να η ε­ξου­σί­α να δί­νη την δι­ά­νοι­ά του στην θρη­σκεί­α ε­κεί­νη, την ο­ποί­α ο ί­διος νο­μί­ζει ό­τι του ται­ριά­ζει, για να μπο­ρεί το Θεί­ο να μας προ­σφέ­ρη σε ό­λα την συ­νη­θι­σμέ­νη φρον­τί­δα και κα­λο­κα­γα­θί­α του.


5. Και ή­ταν φυ­σι­κό ν’ α­πο­φα­σί­σου­με να τα γρά­ψου­με αυ­τά, ώ­στε, α­φού α­φαι­ρε­θούν εν­τε­λώς οι ε­πι­λο­γές, που πε­ρι­έ­χον­ται μέ­σα στα κα­τά το πα­ρελ­θόν σταλ­μέ­να προς την α­φο­σί­ω­σή σου(1)γράμ­μα­τά μας, τα σχε­τι­κά με τους Χρι­στια­νούς, {και ό­σα φαί­νον­ται ό­τι εί­ναι πο­λύ σκαι­ά και ξέ­να  προς την πρα­ό­τη­τά μας, αυ­τά ν’ α­φαι­ρε­θούν}, στο ε­ξής ο κα­θέ­νας α­π’ αυ­τούς που κά­νουν την ί­δια ε­πι­λο­γή, να έ­χουν δη­λα­δή την θρη­σκεί­α των Χρι­στια­νών, να κά­νη αυ­τό α­κρι­βώς ε­λευ­θέ­ρως και α­πλώς, χω­ρίς καμ­μιά ε­νό­χλη­ση.


6. Κρί­να­με δε ό­τι αυ­τά πρέ­πει να τα δή­λω­σου­με πλη­ρέ­στα­τα στην ε­πι­μέ­λειά σου, για να ξέ­ρης ό­τι ε­μείς δώ­σα­με στους Χρι­στια­νούς ε­λεύ­θε­ρη κι α­πό­λυ­τη την ε­ξου­σί­α ν’ α­σκούν τη θρη­σκεί­α τους.


7. Ε­πει­δή η α­φο­σί­ω­σή σου βλέ­πει ό­τι αυ­τό α­κρι­βώς το χα­ρί­σα­με σ’ αυ­τούς εξ’ ο­λο­κλή­ρου, «κα­τα­νο­εί» ό­τι η ε­ξου­σί­α ν’ α­σκούν τον τρό­πο ζω­ής και την θρη­σκεί­α {τους} που θέ­λουν, δό­θη­κε και σ’ άλ­λους, πράγ­μα που εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι γί­νε­ται, για να η­ρε­μή­σουν οι και­ροί μας. για να έ­χη ο κα­θέ­νας την ε­ξου­σί­α να ε­πι­λέ­γη και ν’ α­κο­λου­θή  ό­ποι­α «θρη­σκεί­α» θέ­λει. Κι αυ­τό το κά­να­με, για να μη νο­μι­σθή α­πό καμ­μιά τι­μή και θρη­σκεί­α ό­τι ε­μείς την μει­ώ­σα­με σε κά­τι.


8. Θε­σπί­ζου­με δε ει­δι­κά για τους Χρι­στια­νούς ε­κτός α­πό τα άλ­λα και τού­το: τους χώ­ρους τους, ό­που πρώ­τα συ­νή­θι­ζον να συ­να­θροί­ζων­ται, για τους ο­ποί­ους και στα γράμ­μα­τα που έ­χουν στα­λή {πα­λι­ό­τε­ρα} προς την α­φο­σί­ω­σή σου υ­πήρ­ξε κα­τά το πα­ρελ­θόν άλ­λη δι­α­τύ­πω­ση, αν με­ρι­κοί φαί­νων­ται ό­τι τους α­γό­ρα­σαν η α­πό το δι­κό μας τα­μεί­ο η α­πό κά­ποι­ο άλ­λο, να τους ε­πι­στρέ­ψουν στους ί­διους Χρι­στια­νούς χω­ρίς χρή­μα­τα και χω­ρίς καμ­μιά α­παί­τη­ση του αν­τι­τί­μου των, α­φού α­πορ­ρι­φθή κά­θε α­μέ­λεια και αμ­φι­σβή­τη­σι. κι αν με­ρι­κοί έ­τυ­χε να πά­ρουν τέ­τοι­ους χώ­ρους σαν δώ­ρο, τα τα­χύ­τε­ρο να τους ε­πι­στρέ­ψουν στους ί­διους τους Χρι­στια­νούς.


9. Έτσι ώ­στε, αν αυ­τοί που τους α­γό­ρα­σαν, ή ε­κεί­νοι που τους πή­ραν ως δω­ρε­ά, ζη­τούν κά­τι α­πό την κα­λο­κα­γα­θί­α μας, να προ­σέλ­θουν στον το­πι­κό δι­κα­στι­κό έ­παρ­χο, για να λη­φθή και γι’ αυ­τούς πρό­νοι­α α­πό την δι­κή μας ε­πι­εί­κεια. Ό­λοι αυ­τοί οι χώ­ροι πρέ­πει να πα­ρα­δο­θούν πά­ραυ­τα στο σώ­μα των Χρι­στια­νών με την φρον­τί­δα σου χω­ρίς καμ­μί­α χρο­νο­τρι­βή.


10. Κι ε­πει­δή έ­γι­νε γνω­στό ό­τι οι ί­διοι Χρι­στια­νοί εί­χαν ό­χι μό­νο τους χώ­ρους ε­κεί­νους, ό­που συ­νή­θι­ζαν να συ­να­θροί­ζων­ται, αλ­λά και άλ­λους που α­νή­καν ό­χι στον κα­θέ­να α­π’ αυ­τούς αλ­λά στην ι­δι­ο­κτη­σί­α του σώ­μα­τός τους, δη­λα­δή των Χρι­στια­νών, ό­λους αυ­τούς τους χώ­ρους σύμ­φω­να με τον προ­ει­ρη­μέ­νο νό­μο, χω­ρίς καμ­μί­α α­πο­λύ­τως αμ­φι­σβή­τη­ση, θα δι­α­τά­ξης να τους ε­πι­στρέ­ψουν στους ί­διους τους Χρι­στια­νούς, δη­λα­δή στο σώ­μα και στη σύ­νο­δό τους. και να τη­ρη­θή φυ­σι­κά η προ­ει­ρη­μέ­νη τα­κτι­κή. αυ­τοί δη­λα­δή που θα τους ε­πι­στρέ­ψουν χω­ρίς αν­τί­τι­μο, ό­πως εί­πα­με προ­η­γου­μέ­νως, να μπο­ρούν να ελ­πί­ζουν την α­πο­ζη­μί­ω­σή τους εκ μέ­ρους της κα­λο­κα­γα­θί­ας μας.


11. Σε ό­λα αυ­τά ο­φεί­λεις να προ­σφέ­ρης στο προ­ει­ρη­μέ­νο σώ­μα των Χρι­στια­νών τη φρον­τί­δα σου με πολ­λή δύ­να­μι, για να ε­φαρ­μο­σθή η δι­α­τα­γή μας το τα­χύ­τε­ρο, ώ­στε και στο θέ­μα αυ­τό χά­ρη στην ε­πι­εί­κειά μας, να λη­φθή πρό­νοι­α για την κοι­νή και δη­μό­σια η­ρε­μί­α.


12. Δι­ό­τι, ό­πως λέ­χθη­κε και πα­ρα­πά­νω, με αυ­τό το σκε­πτι­κό «θέ­λου­με» η Θεί­α φρον­τί­δα που μας πε­ρι­βάλ­λει, της ο­ποί­ας πεί­ρα λά­βα­με ή­δη σε πολ­λές κα­τα­στά­σεις, να μας μεί­νη σί­γου­ρη για πάν­τα.


13. Για να κα­τα­στή δε δυ­να­τόν, η δι­α­τύ­πω­ση αυ­τής της νο­μο­θε­σί­ας μας και κα­λο­κα­γα­θί­ας να έρ­θη σε γνώ­ση ό­λων,  εί­ναι ευ­νό­η­το ό­τι, πριν α­πό το δι­κό σου δι­ά­ταγ­μα, θα δη­μο­σι­εύ­σεις παν­τού και θα φέ­ρης σε γνώ­ση ό­λων αυ­τό το γράμ­μα μας, ώ­στε να μην κα­τα­στή δυ­να­τόν να μεί­νη κρυμ­μέ­νη α­πό κα­νέ­ναν η νο­μο­θε­σί­α της κα­λο­κα­γα­θί­ας μας αυ­τής.


*    *    *


Το Δι­ά­ταγ­μα σώ­ζε­ται στην λα­τι­νι­κή γλώσ­σα α­πό τον λα­τί­νο ι­στο­ρι­κό Λα­κτάν­τιο (240-347μ.Χ.) στο έρ­γο του «De Mortibus Persecutorum» (Ο θά­να­τος των δι­ω­κτών) (MPL 7, 267) και στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα α­πό τον εκ­κλη­σι­α­στι­κό ι­στο­ρι­κό Ευ­σέ­βει­ο Παμ­φί­λου (265-340μ.Χ.), ε­πί­σκο­πο Και­σα­ρεί­ας της Πα­λαι­στί­νης στο ε  Κε­φά­λαι­ο του 10ου βι­βλί­ου της Εκ­κλη­σι­α­στι­κής Ι­στο­ρί­ας του (P.G. τ. 20 στ. 880-885).


Η με­τά­φρα­ση έ­γι­νε α­πό τον Δρ. Θε­ο­λο­γί­ας Κων­σταν­τί­νο Σι­α­μά­κη και δη­μο­σι­εύ­ε­ται στην με­λέ­τη «ε­ξω­χρι­στι­α­νι­κές Μαρ­τυ­ρί­ες για τον Ι­η­σού Χρι­στό» (έκ­δο­ση Ι­ε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως Ε­δέσ­σης, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1995, σελ. 141-149).


Το κείμενο μας θύμισε στην Ρομφαία  ο Σεβ. Μητροπολίτη Καισαριανής



ΣΧΟΛΙΑ


1. Τα δι­α­τάγ­μα­τα των αυ­το­κρα­τό­ρων της Ρω­μα­ϊ­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας ε­στέλ­λον­το σ’ ό­λους τους κα­τά τό­πους Δι­οι­κη­τές των Ε­παρ­χι­ών, στους ο­ποί­ους α­νε­τί­θε­το η τή­ρη­ση τους.

2. Α­πό τις πα­ρα­γρά­φους 1 και 2, που α­πο­τε­λούν τον πρό­λο­γο του Δι­α­τάγ­μα­τος συ­νά­γε­ται, ό­τι το Δι­ά­ταγ­μα εκ­δό­θη­κε για να α­πο­σα­φη­νί­σει και πα­γι­ώ­σει την βού­λη­ση των Αυ­γού­στων που εί­χε εκ­φρα­σθεί σε προ­η­γού­με­νο κοι­νό δι­ά­ταγ­μα, που δεν ε­τη­ρεί­το πι­στά α­πό τους κα­τά τό­πους Δι­οι­κη­τές των πε­ρι­ο­χών ως προς την ε­λευ­θε­ρί­α που έ­πρε­πε να α­πο­λαμ­βά­νουν και οι Χρι­στια­νοί, να πι­στεύ­ουν και να λα­τρεύ­ουν τον Θε­ό ό­πως ε­πι­θυ­μού­σαν.


3. Στην πα­ρά­γρα­φο 3, οι συ­ναύ­γου­στοι α­να­λαμ­βά­νουν κα­τά προ­τε­ραι­ό­τη­τα να ρυθ­μί­σουν τα θρη­σκευ­τι­κά ζη­τή­μα­τα της αυ­το­κρα­το­ρί­ας, ε­πει­δή πί­στευ­αν ό­τι η θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα α­πο­βαί­νει εις ό­φε­λος και αυ­τών που την α­σκούν και γε­νι­κώ­τε­ρα της κοι­νω­νί­ας.


4. Στις πα­ρα­γρά­φους 4 και 7, θε­σπί­ζε­ται η α­νε­ξι­θρη­σκεί­α. Στην αυ­το­κρα­το­ρί­α ό­λες οι θρη­σκεί­ες γί­νον­ται α­νε­κτές.


5. Α­πό τις πα­ρα­γρά­φους 5 και 6 κα­τα­φαί­νε­ται, ό­τι αλ­λοι­ώ­θη­καν ή πα­ρερ­μη­νεύ­θη­καν ή νο­θεύ­θη­καν οι προ­η­γού­με­νες δι­α­τα­γές των συ­ναυ­γού­στων. 


6. Στις πα­ρα­γρά­φους 8, 9, 10 ε­πι­στρέ­φον­ται οι χώ­ροι λα­τρεί­ας που α­φαι­ρέ­θη­καν α­πό τους Χρι­στια­νούς και ρυθ­μί­ζον­ται πε­ρι­ου­σια­κά τους ζη­τή­μα­τα.


7. Στις πα­ρα­γρά­φους 11, 12, 13, δί­δον­ται ο­δη­γί­ες για τις ε­νέρ­γει­ες που πρέ­πει να κά­νουν οι κα­τά τό­πους Δι­οι­κη­τές για την ε­φαρ­μο­γή τού Δι­α­τάγ­μα­τος.