Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΩΣ ΒΙΩΜΑ ΖΩΗΣ ...






Σωτηρίου Ν. Κόλλια


  Βα­σι­κό­τε­ρη προ­ϋ­πό­θε­ση του πνευ­μα­τι­κού α­γώ­να α­πο­τε­λεί η σω­μα­τι­κή και ψυ­χι­κή ά­σκη­ση, η ο­ποί­α πρέ­πει να εί­ναι δια­ρκής και α­κα­τά­παυ­στη προ­κει­μέ­νου να ε­πι­τευ­χθεί η ου­σι­α­στι­κή και ο­λο­κλη­ρω­τι­κή με­ταρ­σί­ω­ση του αν­θρώ­που. Πρώ­τα πρέ­πει να ε­ξο­βε­λί­ζε­ται κά­θε α­κά­θαρ­τη κη­λί­δα α­πό την ψυ­χή και με­τά να κα­θί­σταν­ται οι πι­στοί ά­ξιοι λει­τουρ­γοί του α­γνού και α­μί­αν­του πνεύ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας. Τε­λει­ος άν­θρω­πος εί­ναι ε­κεί­νος που νέ­κρω­σε την προ­αί­ρε­σή του για την α­μαρ­τί­α, την α­νέ­στη­σε για δι­και­ο­σύ­νη και έ­γι­νε σύμ­φυ­τος με το ο­μοί­ω­μα του θα­νά­του και της Α­να­στά­σε­ως του Χρι­στού.  

Η α­παλ­λα­γή α­πό την αρ­χέ­γο­νη πα­ρα­κο­ή ε­πι­τυγ­χά­νε­ται ό­ταν α­φαι­ρούν­ται τα υ­λι­κά προ­σκόμ­μα­τα που συγ­κρα­τούν την έ­νω­ση με­τα­ξύ α­πτού και πνευ­μα­τι­κού. Οι γνή­σιοι α­να­ζη­τη­τές της α­ρε­τής σφυ­ρη­λα­τούν α­δι­α­σά­λευ­τα την οι­κεί­ω­ση της ψυ­χής προς το α­γα­θό, εμ­πο­δί­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να τον ε­θι­σμό της προς τα πά­θη. Η ε­σω­τε­ρι­κή α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του αν­θρώ­που ε­πι­τυγ­χά­νε­ται με την μέ­θε­ξη του α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, το ο­ποί­ο με τον φω­τι­σμό της λαμ­πρό­τη­τάς Του δω­ρί­ζει στους ά­ξιους την τε­λει­ό­τη­τα, με α­πο­τέ­λε­σμα να α­πο­κτή­σουν την α­ναλ­λοί­ω­τη α­τρε­ψί­α ού­τως ώ­στε να μην τους χω­ρί­ζει πλέ­ον τί­πο­τε α­πό τον Δη­μι­ουρ­γό τους. 

Για να ει­σέλ­θει κα­νείς στους θεί­ους κόλ­πους του Θε­ού χρει­ά­ζε­ται εκ­γύ­μνα­ση στο στί­βο της πνευ­μα­τι­κής πα­λαί­στρας και κα­θα­για­σμό της ψυ­χής για να ι­κα­νω­θεί να κα­τα­στεί μέ­το­χος της θεί­ας χά­ρι­τος. Ο ευ­λα­βής χρι­στια­νός πρέ­πει να εν­τεί­νει α­νελ­λι­πώς τους α­γώ­νες του για να μι­μη­θεί το πρό­τυ­πο και το πα­ρά­δειγ­μα του Κυ­ρί­ου μας Ι­η­σού Χρι­στού.

Ο άν­θρω­πος, που ε­πι­θυ­μεί να συ­νά­ψει κοι­νω­νί­α α­γά­πης με τον Θε­ό πρέ­πει να έ­χει α­παλ­λα­χθεί α­π’ ό­λα τα εγ­κό­σμια, να εί­ναι ε­λεύ­θε­ρος α­πό το βά­ρος και την τα­ρα­χή της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, την πί­ε­ση του κό­σμου και τα ε­πί­γεια προ­βλή­μα­τα, ώ­στε ο νους του να μην εί­ναι προ­ση­λω­μέ­νος σε αυ­τά. Ό­ταν ο άν­θρω­πος δεν α­σχο­λεί­ται με τα του κό­σμου μπο­ρεί α­δέ­σμευ­τος να στρα­φεί και να προ­ση­λω­θεί στην γνω­ρι­μί­α του Θε­ού.  

Κύ­ρια μέ­ρι­μνα, λοι­πόν, της Εκ­κλη­σί­ας μας α­πο­τε­λεί ο ε­ξα­γνι­σμός της ψυ­χής και α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση, η ο­ποί­α θα έ­χει σαν α­πο­τέ­λε­σμα, με­τά α­πό σκλη­ρές δο­κι­μα­σί­ες, την θέ­ω­ση του αν­θρώ­που, την έ­νω­σή του με­τά του Θε­ού, την αρ­πα­γή του στην σφαί­ρα του θεί­ου και την με­τά­βα­σή του α­πό την κο­σμι­κή ζω­ή στην πνευ­μα­τι­κή και ου­ρά­νια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Στους πι­στούς που διά­γουν θε­ά­ρε­στο βί­ο, κα­τοι­κούν μέ­σα τους οι α­ρε­τές της γα­λή­νης και της α­γά­πης και όν­τας α­νε­πη­ρέ­α­στοι α­πό τις ε­ξω­τε­ρι­κές ε­πι­δρά­σεις και τα ε­ρε­θί­σμα­τα, που τα­λα­νί­ζουν το μυα­λό και την καρ­διά τους, εί­ναι α­πε­ρί­σπα­στα συ­να­θροι­σμέ­νοι κά­τω α­πό το ου­ρά­νιο πέ­πλο του Πλά­στη. Σαν συ­νέ­πεια ό­λων αυ­τών θα εί­ναι ο Πα­τήρ να ευ­δο­κή­σει, ο Υι­ός να συ­νερ­γή­σει και το ά­γιο Πνεύ­μα να εμ­πνεύ­σει, μάλ­λον δε να τους φω­τί­σει η μί­α λάμ­ψη, που πη­γά­ζει α­πό τον έ­να Θε­ο, κα­τά τον λό­γο του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Θε­ο­λό­γου (PG 36, 25C). Η ε­πι­τυ­χί­α του αν­θρώ­που, που με την α­γί­α ζω­ή του κα­τά­φε­ρε να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τους πό­θους του ε­πι­βρα­βεύ­ε­ται. Το έ­πα­θλο αυ­τής της ε­πί­πο­νης πνευ­μα­τι­κής προ­σπά­θειας εί­ναι α­νυ­πο­λό­γι­στο κα­θώς α­ξι­ώ­νε­ται να νοι­ώ­σει την πα­ρου­σί­α του Θε­ού. 

Οι άν­θρω­ποι θα γνω­ρί­σουν το θεί­ο, ό­ταν ο νους και το λο­γι­κό τους συ­ζευ­χθούν με τον Θε­ό εκ του ο­ποί­ου προ­ήλ­θαν, "και η ει­κών α­νέλ­θη προς το αρ­χέ­τυ­πον, ου νυν έ­χει την έ­φε­σιν" (Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λό­γου, PG 36, 48C).  

Ό­ποι­ος, λοι­πόν, έ­χει α­πο­κα­θά­ρει τον ε­αυ­τό του α­πό την ε­νέρ­γεια των πα­θών και δι­α­κό­πτει την κί­νη­ση της ε­πι­θυ­μί­ας κα­θι­στών­τας την ψυ­χή του α­μό­λυν­τη, τό­τε ε­λευ­θε­ρώ­νε­ται α­πό την μά­στι­γα των υ­λι­κών και προ­σα­να­το­λί­ζε­ται προς την θεί­α και ει­ρη­νι­κή κα­τά­λη­ξη των νο­η­τών. Ο άν­θρω­πος αυ­τός έ­χει γί­νει ο φω­τει­νός λύ­χνος, κα­θι­στών­τας λαμ­πρό τον βί­ο που διά­γει. Α­φού ι­κα­νώ­θη­κε να γνω­ρί­σει τον Θε­ό και α­πό­λαυ­σε την η­δο­νή αυ­τής της γνώ­σε­ως, τό­τε εύ­κο­λα πε­ρι­φρο­νεί ό­λες τις η­δο­νές που προ­έρ­χον­ται α­πό τους πει­ρα­σμούς, κα­θώς έ­χει α­πο­δε­σμευ­τεί α­πό την γή­ι­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και προ­σα­να­το­λί­ζε­ται μό­νο προς την ου­ρά­νια. Έ­τσι με την α­κα­τά­βλη­τη ά­σκη­ση α­πο­κτά­ται ψυ­χή προ­θυ­μό­τε­ρη και κα­λά γυ­μνα­σμέ­νη κα­θώς θα έ­χει γί­νει ο φω­τει­νός ο­δο­δεί­χτης που θα χα­ρά­ζει την πο­ρεί­α προς την σω­τη­ρί­α. 

Η νέ­κρω­ση των αι­σθή­σε­ων ση­μα­το­δο­τεί την α­νά­στα­ση του πνεύ­μα­τος και της ψυ­χής. Ως συ­νέ­πεια έ­χουν να δι­α­νοι­χθεί θρι­αμ­βευ­τι­κά η θύ­ρα της αι­ω­νί­ου ε­νώ­σε­ως με τον Παν­το­κρά­το­ρα Θε­ο, κα­θώς η α­πά­θεια για τα εγ­κό­σμια δη­λώ­νει το πά­θος για τα ου­ρά­νια και η α­πάρ­νη­ση των ε­φή­με­ρων φα­νε­ρώ­νει την α­γά­πη για τα αι­ώ­νια!
     
 
Το κείμενο μετατράπηκε σε μονοτονικό, για να διαβάζεται από όλες τις συσκευές.