Το σα­λιγ­κά­ρι





 




Ο πιο κρυ­φός πό­νος, δεν εί­ναι αυ­τός που προ­σπα­θού­με να ξε­χά­σου­με. Εί­ναι αυ­τός που κου­βα­λά­με κλη­ρο­νο­μιά στο κά­θε κύτ­τα­ρο του κορ­μιού, του μυα­λού και της καρ­διάς μας.



Τι μας σπρώ­χνει ν΄ α­να­σκα­λεύ­ου­με χώ­μα­τα, στά­χτες και ξε­χα­σμέ­νες μυ­ρω­δι­ές; Δεν ψά­χνου­με φαν­τά­σμα­τα στα καλ­ντε­ρί­μια και α­νά­ε­ρες μορ­φές στις σκι­ές του πα­ρελ­θόν­τος. Τον ε­αυ­τό μας α­να­ζη­τού­με, εί­ναι η γλυ­κιά λα­χτά­ρα να συ­ναν­τή­σου­με την εμ­πει­ρί­α που μας συν­θέ­τει, που α­να­μει­γνύ­ει στο αί­μα μας τον ι­δρώ­τα των παπ­πού­δων και πο­τί­ζει τρυ­φε­ρά τις ζων­τα­νές ρί­ζες μας, με τα ό­νει­ρα μας.



Έ­τσι γρά­φε­ται η συ­νέ­χεια. Με πνευ­μα­τι­κές στιγ­μές διά­ρκειας, με δυ­να­τά αι­σθή­μα­τα καρ­τε­ρί­ας και με πολ­λή α­γά­πη.



Ε­ξω­τε­ρι­κό. Α­χνο­φέγ­γει η μέ­ρα. Σε μια ή­ρε­μη αμ­μου­διά στα Μού­γλα της Μι­κρα­σί­ας. Ο Κυ­ριά­κος, βο­η­θά­ει τη Σμα­ρα­γδή τη γυ­ναί­κα του, να ε­πι­βι­βα­στεί στην ψα­ρό­βαρ­κα. Με έ­να παι­δί να της κρα­τά το χέ­ρι, το άλ­λο αγ­κα­λιά και το τρί­το στην κοι­λιά, στον μή­να του.



Παρ­μέ­νη α­πό­φα­ση. Θα πε­ρά­σουν α­πέ­ναν­τι, στην Κά­λυ­μνο. Με δυ­ο σφι­χτο­δε­μέ­νους μπό­γους πε­ρι­ου­σί­α, ‘κο­νί­σμα­τα τυ­λιγ­μέ­να μ’ ευ­λά­βεια, κι­λί­μια και κεν­τή­μα­τα και δυ­ο βό­δια στο νε­ρό, να α­κο­λου­θού­νε κο­λυμ­πών­τας τη βάρ­κα, στον γυ­ρι­σμό στην πα­τρί­δα. Μια πα­τρί­δα που δεν γνω­ρί­ζα­νε, μα που την τρέ­φα­νε χρό­νια τώ­ρα με πί­στη, ελ­πί­δα και προ­σμο­νή.



Α­πό παι­δί η ει­κό­να αυ­τή, α­χνή, αμ­φί­βο­λη, α­τεκ­μη­ρί­ω­τη, πάν­τα ό­μως ζων­τα­νή και πα­νέ­μορ­φη, με­γα­λώ­νει μα­ζί μου. Αυ­τή κι άλ­λες πολ­λές. Δι­κών μου κι αλ­λω­νών. 

Κα­μιά δι­α­φο­ρά.



Κα­τα­γρα­φές ζων­τα­νές ή ξε­χα­σμέ­νες, δεν παί­ζει ρό­λο, ο­σμές οι­κεί­ες που ε­νώ­νουν α­πό πα­λιά τους έλ­λη­νες, τους γεν­νη­μέ­νους α­πό τη μή­τρα της Με­σο­γεί­ου, α­να­το­λι­κά, στα δι­κά μας τα μέ­ρη.



Ο Πα­να­γι­ώ­της, ά­γνω­στος α­δελ­φός μέ­χρι προ­χτές, συν­το­νι­σμέ­νος στην ευ­αι­σθη­σί­α της προ­σφυ­γιάς, έ­χει τον τρό­πο και τη γνώ­ση, το τα­λέν­το και την ποί­η­ση, να α­πλώ­σει τη νο­σταλ­γί­α στο χαρ­τί σα σε­νά­ριο, στην ο­θό­νη σαν ει­κό­να και στην ψυ­χή βάλ­σα­μο, μνη­μό­συ­νο που ξε­περ­νά τον χρό­νο και τα σύ­νο­ρα. 



Πα­ρου­σί­α­ση σε­να­ρί­ου: Το σα­λιγ­κά­ρι.”
 

Μυ­τι­λή­νη, 1930. Τα φώ­τα χα­μη­λώ­νουν, το τάλαντο  μάς κα­λεί σ’ ευ­λα­βι­κή συμ­με­το­χή με μέ­τρο και κα­τά­νυ­ξη.



Η α­φή­γη­ση συν­ται­ριά­ζει με την ει­κό­να, ποι­η­τι­κός ο λό­γος και οι ή­χοι γλι­στρούν στις γω­νι­ές των δρό­μων και τις αυ­λές κι α­πευ­θύ­νον­ται το ί­διο στο αυ­τί και στο μά­τι, γί­νον­ται έ­να, μια αί­σθη­ση ζε­στή και α­πό­λυ­τη, έ­να άλ­μπουμ ζω­ές που ξε­φυλ­λί­ζου­με αρ­γά στις καρ­δι­ές μας, αρ­γά κι α­νυ­πό­μο­να.



Σαν αρ­χί­ζουν οι δι­ά­λο­γοι, συμ­βαί­νει κά­τι μο­να­δι­κό. Οι ει­κό­νες ζων­τα­νεύ­ουν μα­γι­κά, σκη­νή ό­πε­ρας που γε­μί­ζει ξαφ­νι­κά στο η­μί­φως α­πό πα­ρου­σί­ες κα­θη­με­ρι­νές, οι­κεί­ες, στα δι­κά μας τα χνά­ρια ή α­νά­πο­δα, ξυ­πνούν μέ­σα μας τα μο­νο­πά­τια που χά­ρα­ξαν στις καρ­δι­ές μας οι ζω­ές τους.



Κι εί­ναι μια αί­σθη­ση γλυ­κιά κι ο­δυ­νη­ρή, σκλη­ρή ί­σως, να νοι­ώ­θεις δί­πλα σου τις ψυ­χές των δι­κών σου που δεν γνώ­ρι­σες, μα που ζουν κι ε­νερ­γούν μέ­σα σου ή να ε­πι­στρέ­φεις ε­σύ έ­ναν αι­ώ­να πί­σω, σε έν­νοι­ες και κου­βέν­τες ση­με­ρι­νές, α­νά­λα­φρες ή σο­βα­ρές και σε συμ­πε­ρι­φο­ρές δι­κές σου, που δεν πα­ρα­κο­λου­θείς α­πλά σαν θε­α­τής, μα α­να­βι­ώ­νεις.       



Η Μα­ρί­α, σ’ έ­να ρε­σι­τάλ ερ­μη­νεί­ας, κρα­τά ό­λα τα νή­μα­τα μα­ζί, στη φω­νή, στις κι­νή­σεις, στο αί­σθη­μα και τα κι­νεί έ­να-έ­να, ό­σο πρέ­πει το κα­θέ­να, αλ­λά­ζον­τας χροι­ά και τό­νο, δι­α­θέ­σεις, ακ­κι­σμούς και χα­ρα­κτή­ρες κι ι­σο­ζυ­γί­ζει την ει­κό­να, τον ή­χο και την αρ­μο­νί­α, με την α­φή­γη­ση, τον δι­ά­λο­γο και τον παλ­μό, πλά­θον­τας και κρα­τών­τας δε­μέ­νο το σύ­νο­λο στην αι­σθη­τι­κή γραμ­μή που το α­να­δει­κνύ­ει.         



Τα η­χη­τι­κά πα­τή­μα­τα του Σπύ­ρου μας ο­δη­γούν στα­θε­ρά, βή­μα-βή­μα, στη γει­το­νιά μας. Γε­μί­ζουν τον δρό­μο μας ση­μά­δια λη­σμο­νη­μέ­να, μη­νύ­μα­τα α­πω­θη­μέ­να και μυ­στι­κά κα­λω­σο­ρί­σμα­τα.



Ο βο­σκός κι ο γε­ρο-πα­τέ­ρας του, η μαυ­ρο­φό­ρα γυ­ναί­κα, ο γα­λα­τάς, ο τυ­πο­γρά­φος και η μά­να του, ο α­ραμ­πα­τζής, το κα­φε­νεί­ο, οι ψα­ρά­δες, εί­ναι η γει­το­νιά που ζει μέ­σα μας και προ­βάλ­λει κα­θη­με­ρι­νή και φι­λι­κή, ό­πως τό­τε.

Το ού­τι του Βα­σί­λη και το κα­νο­νά­κι της Α­να­στα­σί­ας, πλαι­σι­ώ­νουν σαν χά­δι στην καρ­διά μας τη συ­νάν­τη­ση...



Το άγ­γιγ­μα συν­τε­λεί­ται βα­θιά και α­φή­νει χά­ραγ­μα ταυ­τό­τη­τας στα πιο ευ­αί­σθη­τα ση­μεί­α της μο­να­ξιάς μας. Κι η μο­να­ξιά σβή­νει και χά­νε­ται, αλ­λά­ζει σε γι­ορ­τή, σε δύ­να­μη, σε σμί­ξι­μο α­δελ­φι­κό στην πα­τρι­κή ε­στί­α. 



Ό­λα περ­νούν και χά­νον­ται.. Τί­πο­τα δεν μέ­νει α­π’ αυ­τόν τον κό­σμο.. Ί­σως μό­νο οι α­να­μνή­σεις.. Ό­μως αυ­τές, εί­ναι το σπί­τι μας. Και το κου­βα­λά­με πά­νω μας, σώ­μα στο σώ­μα μας, πνεύ­μα στο πνεύ­μα μας, σαν σα­λιγ­κά­ρια που α­νη­φο­ρί­ζουν στο βρεγ­μέ­νο τζά­μι. Κι ό­ταν χρει­ά­ζε­ται, κρυ­βό­μα­στε μέ­σα του...





-- Η πα­ρου­σί­α­ση του σε­να­ρί­ου, του κι­νη­μα­το­γρα­φι­στή Πα­να­γι­ώ­τη Κλει­δα­ρά, σε σκηνοθεσία του ι­δί­ου, έ­γι­νε στο Πνευ­μα­τι­κό Κέν­τρο των Παμ­με­γί­στων Τα­ξια­ρχών Μο­σχά­του, την Πα­ρα­σκευ­ή, 14 Ι­ου­νί­ου 2013

. 

Α­φή­γη­ση και δι­ά­λο­γοι: Μα­ρί­α Κα­τσέ­νου – Φωτογραφίες: Παναγιώτης Κλειδαράς, Ού­τι: Βα­σί­λης Μπό­κος - Η­χη­τι­κά: Σπύ­ρος Λού­κος – Η­χη­τι­κό πέ­ρα­σμα και κα­νο­νά­κι: Α­να­στα­σί­α Χα­τζη­παύ­λου.



Την γε­νι­κό­τε­ρη φρον­τί­δα της εκ­δή­λω­σης είχε ο διάκονος Ζήσης Κτενίδης. –





[Μ. Ψ]