ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Του π. Χριστόδουλου Μπίθα


Εἶναι περίεργο πῶς στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μας, οἱ χαρακτῆρες μας καί ἡ ψυχοσύνθεσή μας τόσο πολύ φανερώνοται, ἔτσι πού μπορεῖ νά ἐκπλησσόμεθα ἀπό τό πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος πού μέχρι χθές φαινόταν ἤρεμος, ἥσυχος, ἤ ἀντίθετα ἀποφασιστικός, νά εἶναι τώρα πανικοβλημένος. Καί ἀντίθετα κάποιος πού φαινόταν νά μήν συμμετέχει καί πολύ σέ ὅσα γίνονται, νά βγαίνει μπροστά καί νά δοξάζεται. Αὐτή τή συγκεκριμένη ἡμέρα πού ὁ Χριστός βρισκόταν στόν τάφο, ὅλοι ἐκεῖνοι πού Τοῦ ὑπόσχονταν ὅτι θά πέσουν καί στή φωτιά γιά Ἐκεῖνον, ὁ Πέτρος, ὁ Θωμᾶς, ὁ ἀγαπημένος Του Ἰωάννης, κάθονταν μέσα στό σπίτι καί κλαίγανε. Ἦταν διαλυμένοι. Δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν ὅτι ὅλα τελείωσαν. Ὅτι ὁ δάσκαλος ἦταν νεκρός. Ὅτι ὁ προφήτης πού εἶχαν ἀκολουθήσει δέν ὑπῆρχε πιά. Κάποιες στιγμές μᾶλλον εἶχαν πιστέψει ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, ὅτι εἶναι ὁ Θεός. Ὕστερα ἀπό αὐτό πού εἶδαν τά μάτια τους, ἀπογοητεύτηκαν. 

ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ