ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΕΣ III


Λίγο πριν κατέβω σε είδα
 στη γωνιά του βαγονιού
καθισμένο στο αυτοσχέδιο καρεκλάκι
που σου ’φτιαχναν
τα γόνατα του πατέρα σου.
Ήσουν μικρούλης
κι όλα σου φαίνονταν ψηλά:
Οι συνεπιβάτες, οι φράχτες…
Η παιδικότητά σου άνθισε,
σαν ο καλός κύριος
 σου έδωσε τα διαπιστευτήριά του
μ’ ένα γλειφιτζούρι.
Ο κόσμος ήρθε  και πάλι στα μέτρα σου.
Την επομένη
ένα άλλο παιδί σαν κι εσένα
δεν άπλωσε να πάρει το κέρμα.
Βλέπεις,
η παλάμη του τρυφερή δεν ήξερε
το μέταλλο
παρά μόνο
το τόπι και τη γη.


                                                                  Ειρήνη Ζαμάνη