Κάθοδος στον Άδη



Καθώς, λοιπόν, αυτά γίνονταν και λέγονταν στον Άδη και όλα σείονταν και ο Κύ­ριος κόντευε να φτάσει πια στα έσχατα βάθη, ο Αδάμ εκείνος ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος, πού βρι­σκόταν σφιχτοδεμένος πιο βαθιά απ' όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, πού πλησίαζε τους φυλακισμένους, και αναγνώρισε τη φωνή Του, καθώς περπατούσε μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε σ' όλους, όσοι ήταν μαζί του δέσμιοι για αιώνες, και τους είπε: "Κρότο βη­μάτων ακούω Κάποιου πού μας ζυγώνει. Κι αν πραγματικά αξιωθήκαμε να φτάσει Εκεί­νος ως εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι! Αν στ' αλήθεια Τον δούμε ανάμεσά μας, τότε σωθή­καμε απ' τον άδη!".

Και καθώς αυτά και άλλα τέτοια έλε­γε ο Αδάμ σ' όλους τους συγκαταδίκους του, μπήκε ο Κύριος κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις Τον αντίκρυσε ο πρωτό­πλαστος Αδάμ, χτύπησε το στήθος του από την έκπληξη και φώναξε: "Ο Κύριός μου ας είναι μαζί με όλους!". Και αποκρίθηκε ο Χριστός στον Αδάμ: "Και μαζί με το δικό σου πνεύμα". Ύστερα τον έπιασε απ' το χέρι, τον σήκωσε και του είπε: "Ξύπνα εσύ πού κοι­μάσαι, αναστήσου απ' τους νεκρούς, και ο Χριστός θα σε φωτίσει!’’. Εγώ, ο Θεός σου, πού για χάρη σου έγινα γιος σου, για χάρη σου και για χάρη των απογόνων σου, τώρα, με την εξουσία πού έχω, λέω και προστάζω τους φυλακισμένους: Βγείτε έξω! Κι αυτούς πού βρίσκονται στο σκοτάδι: Ελάτε στο φως! Κι εκείνους πού έχουν πεθάνει: Αναστηθείτε! Κι εσένα, (Αδάμ), σε διατάζω: Σήκω απ' τον (αιώνιο) ύπνο σου! Δεν σ' έπλασα γι' αυτό, για να μένεις φυλακισμένος στον άδη. Αναστήσου απ' τους νεκρούς! Εγώ είμαι η ζωή των ανθρώπων. Σήκω, πλάσμα μου! Σή­κω, μορφή δική μου, φτιαγμένη σύμφωνα με την εικόνα μου! Σήκω να φύγουμε από δω. Γιατί εσύ είσαι ενωμένος μ' εμένα κι εγώ μ' εσένα. Για σένα έγινα γιος σου εγώ, ο Θεός σου. [...]Για σένα κατέβηκα στη γη και πιο κάτω απ' τη γη εγώ, πού βρίσκομαι πιο πάνω απ' τους ουρανούς. Για σένα, τον άνθρωπο, έγινα σαν άνθρωπος αβοήθητος, αφημένος ανάμεσα στους νεκρούς. Για σένα, πού βγήκες μεσ' από τον κήπο (του παραδεί­σου), παραδόθηκα στους Ιουδαίους μέσα σε κήπο και σταυρώθηκα μέσα σε κήπο.

Κοίτα στο πρόσωπό μου τα φτυσί­ματα· τα καταδέχτηκα για χάρη σου, για να σε αποκαταστήσω όπως ήσουν τότε, πού σου είχα δώσει το φύσημά μου. Κοίτα στα μάγουλά μου τα ραπίσματα· τα καταδέχτηκα, για να ξαναδώσω στη διεστραμμένη μορφή σου την όψη πού είχε σαν εικόνα μου. Κοίτα στη ράχη μου το μαστίγωμα· το καταδέχτηκα, για να σκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κοίτα τα τρυπημένα χέρια μου· καλά καρφώ­θηκαν πάνω στο ξύλο για σέ­να, πού όχι καλά άπλωσες το χέρι σου στο (α­παγορευμένο) δέντρο. [...] Γεύτηκα χολή για χάρη σου, για να γιατρέψω την πικρή ηδονή πού γεύτηκες απ' τον γλυκό εκείνο καρπό. Γεύτηκα ξύδι, για να βγάλω οριστικά απ' τη ζωή σου το καυστικό και αφύσικο ποτήρι του θανάτου. Δέχτηκα σφουγγάρι, για να σβήσω το χρεόγραφο των αμαρτιών σου. Δέχτηκα καλάμι, για να υπο­γράψω την απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους. Κοιμήθηκα πάνω στο Σταυρό και τρυπήθηκα με λόγχη στην πλευρά για σένα, πού σε κοίμισα στον παράδεισο και από την πλευ­ρά σου έβγαλα την Εύα. Η πλευρά μου γιά­τρεψε τον πόνο της πλευράς σου. Ο ύπνος μου θα σε βγάλει απ' τον ύπνο σου στον άδη. Η λόγχη, πού με τρύπησε, σταμάτησε τη ρομ­φαία πού στρεφόταν εναντίον σου (και σου απαγόρευε την είσοδο στον παράδεισο).

Σήκω, λοιπόν, να φύγουμε από δω. Κάποτε σ' έδιωξα απ' τον γήινο παράδεισο· τώρα σε αποκαθιστώ όχι στον παράδεισο (εκείνο), αλλά σε θρόνο ουράνιο.

Άγ. Επιφάνιος Κύπρου
«Λόγος εις την Θεόσωμον Ταφήν του Κυρίου»