«ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ»: ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

«Το  Συναξάρι της ομορφιάς»: οξύμωρο το σχήμα που πλέκει τις δυο λέξεις Δεν είναι τα συναξάρια γραμμένα για αγίες που εκμηδένισαν με ασκητικούς αγώνες το σώμα τους, για να εκκινήσουν τη νέα τους ζωή με το ΝυμφίοΗ ομορφιά η κοσμική πώς σχετίζεται  με τον αγώνα τους και εν τέλει με την ίδια την πνευματικότητα;
Τη ματαιοδοξία (εμού και φαντάζομαι πολλών σύγχρονων γυναικών) έλκει κάθε αναφορά στο ωραίο και μοιάζει δελεαστική η θέασή του ως μέγεθος αισθητικό, κοινωνικό, πνευματικό. Τι, λοιπόν, θα μου κομίσει το ανά χείρας βιβλίο;
Η συγγραφέας επιχειρεί με τρόπο συστηματικό, όπως επιτάσσει η γερή επιστημονική αρματωσιά της αλλά και ολόφωτα πνευματικό, όπως  αρμόζει στο καλοδουλεμένο ευγενές μέταλλο της ψυχής της, να διερευνήσει το πως τα αγιολογικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου -λαϊκά αναγνώσματα της εποχής ιδιαιτέρως δημοφιλή- στέκονται απέναντι στη φυσική καλλονή αγίων γυναικών. Ο τρόπος  που βιογραφούνται απηχεί τις θεολογικές , κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες  των Βυζαντινών τις οποίες αποτυπώνει, ως έχουν, χωρίς να προβάλει προσωπική θέση παρά μόνο όπου αυτό είναι επιβεβλημένο και πάντα ευδιάκριτα.


Ο πρόλογος του Kαθηγητή Κωνστ. Κορναράκη σκιαγραφεί το πλάτος της θεματικής με τη στοχαστική ματιά που προσιδιάζει.
Η Δέσποινα Ζαμάνη - Κόλλια, αφού διέλθει με αίσθηση του μέτρου (συνιστώσα του ωραίου κατά την αρχαιοελληνική αντίληψη) τη φιλοσοφική κληρονομιά των μεγάλων Ελλήνων διανοητών, φτάνει στην ανθρωπολογία του χριστιανισμού. Η προπαιδεία της αρχαίας σοφίας που κατέδειξε την ομορφιά από την αισθητική και λιγότερο από την πνευματική της ερμηνεία παραχωρεί τη θέση της στο Πρόσωπο.
Κι είναι το πρόσωπο με την προαίρεσή του που θα αποφασίσει στη μεταστροφή του βίου να μεταμορφωθεί και εξωτερικά. Γυναίκες άλλοτε ενάρετες «από κοιλίας μητρός»  κι άλλοτε φιλήδονες έως πορνείας, γυναίκες με πριγκιπικά ενδύματα ή με ένδυμα τη λαγνεία εξ επαγγέλματος, όπως η οσία Πελαγία που ήταν «μιμάς» (=θεατρίνα), όλες ανακαινίζονται, όλες αλλοιώνονται την «καλήν αλλοίωσιν» . Οι σελίδες του βιβλίου σταχυολογούν από τα αγιολόγια ριζικές αλλαγές στην εμφάνισή τους, καθώς απαρνήθηκαν την εκκοσμικευμένη ομορφιά για την υπέρτατη Ωραιότητα.
Το βιβλίο δεν παραθεωρεί τη δύναμη της ομορφιάς στη βυζαντινή κοινωνία και τα στερεότυπα που την συνόδευαν. Ένα πλέγμα κοινωνικής και οικονομικής ισχύος καθιστούσαν τις Βυζαντινές που ζούσαν την ευρωστία της αυτοκρατορίας να παράγει εξαιρετικά υφάσματα, να σφυρηλατεί τα πιο περίτεχνα κοσμήματα και να τα δένει με λίθους πολύτιμους εισηγμένους από κάθε γωνιά της επικράτειας, τις καθιστούσαν ευεπίφορες στον τρυφηλό βίο, τη χλιδή, τον καλλωπισμό.
 Η επίκτητη ομορφιά που προκύπτει ως παράγωγο προσπάθειας που μετέρχεται όλων των μέσων παρουσιάζεται στις σωστές της διαστάσεις, όπως ιχνηλατεί το ΒΜέρος. Η αναγωγή από το αισθητό κάλλος στο υπεραισθητό, το αυθεντικά ωραίο που βρίσκεται στο ανεπιτήδευτο, η φιλαρέσκεια ως πάθος και η σφοδρότητα πατερικών λόγων  για την εκρίζωση αυτού του πάθους, «το κάλλος του κατεικόνα ως κατεξοχήν κάλλος του ανθρώπου», «η Θεοτόκος ως πρότυπο γυναικείου κάλλους»  φωτίζουν το θέμα με πλούτο παραπομπών, ικανές σε έκταση κι ευθύβολες προς το γραφέν.
Ιδιαίτερα επίκαιρου και ζωτικού προβληματισμού  το κεφάλαιο Γ’ πραγματεύεται  την αξιοποίηση των αγιολογικών κειμένων «για έναν σύγχρονο διάλογο μεταξύ Εκκλησίας και Κοινωνίας». Τονίζεται η μεθοδολογική αρχή ότι κάθε εκκλησιαστικός λόγος, είτε πατερικός είτε συνοδικός, πρέπει να ερμηνεύεται βάσει των ιστορικών συμφραζομένων που τους πλαισίωσαν. Εξίσου παρήγορο για το σύγχρονο άνθρωπο είναι η οικονομία της Εκκλησίας που μεριμνά για τον άνθρωπο και σκεπάζει με αγάπη την υλικότητα / σωματικότητά του.
Δε λείπουν οι οξυδερκείς αναφορές στη στρέβλωση της αντίληψής μας για το ωραίο και τη βιομηχανία της μαζοποιημένης αισθητικής. Όπως θεολογικότατα επισημαίνεται,  η φιλαρέσκεια απλώς ξορκίζει το φόβο του θανάτου. «Ο καλλωπισμός προσφέρει απατηλότητα αφθαρσίας και τελειότητας» …
Αντιδιαστέλλεται σοφά με εκκίνηση από τους Πατέρες η σπατάλη που ικανοποιεί το πάθος της εικόνας μας με την ταυτόχρονη αδράνεια για την κοινωνική κρίση φιλανθρωπίας εμπρός στο φάσμα της απόλυτης φτώχειας. Τα «Συμπεράσματα» εξάγονται αβίαστα, μετρημένα κι ορθώνονται στην προσωπική ευθύνη του καθενός να διαχειριστεί προς δόξαν Θεού το δώρο Του, την εξωτερική ομορφιά.
Η χοϊκότητά μου, η κλήση να την υπερβώ, η ορατή πλευρά της όποιας έσω ομορφιάς, η βίωση του αγώνα μου σαυτόν τον αιώνα, η θεϊκή αχτίδα που με κάνει να βλέπω την ομορφιά της Δημιουργίας και να εμφανίζω καλλοποιό διάθεση, όταν δημιουργώ, όλα παρόντα την ώρα που φορώκι ελπίζω όχι να με φορούν, εξομολογούμαιγια πολλοστή φορά τα ενώτιά μου.

                                                                                                                           ΕΙΡΗΝΗ ΖΑΜΑΝΗ
                                                                                                                                     Φιλόλογος

-->