Μυροφόρες




Λίαν πρωί ελθούσαι
τις τράβηξε ο πόνος
να σύρουν ως το μνήμα
βαριά τα βήματά τους
που έφερνε ο δρόμος
στον τόπο που κειτόταν
δίπλα, μαζί μ' Εκείνον
και η πικρή καρδιά τους

με τον Ωραίον κάλλει
που είχε τραγουδήσει
ένα ουράνιο άσμα
για έναν παρθένο κόσμο
και είχε σαγηνεύσει
τα χοϊκά αυτιά τους

μ' Αυτόν που η ματιά Του,
κομμάτι από τον ήλιο
σπίθιζε με τη λάμψη
της όγδοης ημέρας
κι εξέταζε ως τα βάθη
τα κρύφια έγκατά τους...

μ' Εκείνον που η φωνή του
φυγάδευε τη θλίψη
κι έκανε τη φουρτούνα
να μοιάζει νηνεμία
όταν στο πρόσταγμά του
μεριάζανε τα σκότη
και  θριάμβευε η αιθρία.

Στο εωθινό του σώμα
λειτούργησε την πλάση
και γύρισε στη μνήμη
την απαρχή του κόσμου
που ως σύνδεσμος των πάντων
και σύσταση και βάση
υπήρχε η αγάπη
και μέτρο ο αδερφός μου....

Αυτόν τώρα θρηνώντας
πήγαιναν μυροφόρες
ν' αλείψουνε με δάκρυ
απόσταγμα του πόνου
και μύρο της ψυχής τους
από οδύνης ώρες...

Όταν τα βήματά τους
τα διέκοψε η μορφή του
αστραφτερή σαν ήλιος
που ερχόταν απ' τα βάθη
του τόπου και του χρόνου
και κράταγε  στα χέρια
τα πιο βαθιά όνειρά τους:

Μία γαλάζια πύλη
ν' ανοίγεται με πίστη
στου μνήματος το πέρας
άσπρα πουλιά που φέρνουν
μηνύματα αγάπης
στη μήτρα κάθε μέρας
και μία οδό καινούρια
που δείχνει προχωρώντας
τα χνάρια του Αιώνιου
δίπλα με τα δικά τους...

Όλγα