Πιστεύεις;



Στο πατρικό το εικονοστάσι το σκο­τεινό βρέθηκ' αγνάντια. Ανάμεσα στις εικόνες μια Παναγιά, σαν αλυσοδεμένη μέσα στο γαλάζιο της μανδύα, μα πάντα στην όψη της κρατώντας μιαν αυστηρή προ­σήλωση σε κάτι υπερκόσμιο. Στην αγκαλιά της το Θεάνθρωπο Βρέφος.
Έξαφνα, το Θεάνθρωπο Βρέφος σάλεψε, vσα να ήθελε να λυτρωθεί από την αγκαλιά της Μητέρας του και νa βγει από τη φυλακή της εικόνας. Άπλωσε προς εμένα τα χερά­κια του, μου χαμογέλασε και τα χεράκια του τα κράτησε αποπάνω μου, σα να ήθελε να μ' ευλογήσει, σα νάθελε να παίξει μαζί μου, με σάλεμα, μαζί περίχαρο και μυστικό και υπέρτατο, σαν παιδιού και σα Θεού.
Κ' ένα μυστικό ψιθύρισμα χάιδεψε τ' αυτιά μου:
- Πιστεύεις;
Κ' εγώ αισθάνθηκα πρωτάκουστη συγκί­νηση και λύγισα τα γόνατα μου για να προσπέσω στα πόδια του. Αλλά κρατήθηκ’ αμέσως από κάποιο άλλο αίσθημα αμφιβο­λίας και περηφάνειας και του αποκρίθηκα:
- Πιστεύω πως ονειρεύομαι. Μακάρι να ήταν αλήθεια. Όνειρο ωραιότερο δεν ξανάειδα. ούτε θα ξαναϊδώ. Ξέρω πως κοιμάμαι και πως θα φύγει τ’ όνειρο.
Ακούστηκαν βροντόλαλες οι Χριστου­γεννιάτικες καμπάνες...

Κωστής Παλαμάς

-->