Του Ζακχαίου...



 

 
Κα­νέ­να δι­δα­κτι­κό λό­γο δεν εί­χε πει ο Κύ­ριος στο Ζακ­χαί­ο, πα­ρου­σι­ά­στη­κε μό­νο σ’ αυ­τόν που τον πο­θού­σε και α­πό το βά­θος της καρ­διάς του τρα­βι­ό­ταν ε­πά­νω η δύ­να­μη της πί­στε­ως.  Πα­ρό­μοι­ο έ­γι­νε και στην αι­μορ­ρο­ού­σα· ήρ­θε κον­τά στον Κύ­ριο και ζη­τού­σε να τη θε­ρα­πεύ­σει, μα δε δε­χό­ταν να του αγ­γί­ξει το χέ­ρι.  Κι ε­κεί­νη του αγ­γί­ζει κρυ­φά την ά­κρη α­π’ τα ρού­χα του.  Και της θε­ρα­πεί­ας τη δύ­να­μη σαν σφουγ­γά­ρι με το άγ­γιγ­μά της την τρά­βη­ξε.  Κι ο Ζακ­χαί­ος ε­νερ­γού­σε α­συ­ναί­σθη­τα, κι­νη­μέ­νος α­πό βί­α θε­ϊ­κή και α­πό πνευ­μα­τι­κόν έ­ρω­τα α­ναμ­μέ­νος α­νέ­βαι­νε στη μου­ριά.

 Ο Κύ­ριος ό­μως α­να­κα­λύ­πτον­τας κά­ποι­ο μυ­στι­κό του λέ­ει, κα­τέ­βα. Γνώ­ρι­σα την ψυ­χή σου, γνώ­ρι­σα τον ι­ε­ρό έ­ρω­τά σου· Κα­τέ­βα.  Θυ­μή­σου ό­τι κι ο Α­δάμ ό­ταν έ­νι­ω­σε τη γυ­μνό­τη­τά του, κρύ­φτη­κε πί­σω α­πό τη συ­κιά. Και συ που θέ­λεις να σω­θείς, μην τρέ­χεις πά­νω στη μου­ριά.  Πρέ­πει να την ξη­ρά­νω αυ­τή τη μου­ριά και να φυ­τέ­ψω άλ­λη, το σταυ­ρό.  Ε­κεί­νος εί­ναι το ευ­λο­γη­μέ­νο δέν­τρο και σ’ αυ­τό να ο­δη­γείς τα βή­μα­τα της ψυ­χής σου. Α­πό αυ­τό α­κον­τί­ζε­σαι α­μέ­σως στον ου­ρα­νό. Ε­νώ στης μου­ριάς τα φύλ­λα και το φί­δι πε­ρι­πλέ­κε­ται, και σ’ αυ­τή κρύ­βε­ται και σ’ αυ­τήν κλώ­ση­σε τα μι­κρά του.  Κα­τέ­βα γρή­γο­ρα, προ­τού αρ­χί­σει να ψι­θυ­ρί­ζει στην ψυ­χή σου, ό­πως και στην Εύ­α που την έ­πει­σε να δο­κι­μά­σει την γλυ­κιά η­δο­νή.  Κα­τέ­βα γρή­γο­ρα. 

Ό­σο στέ­κο­μαι ε­γώ, κα­τέ­βα α­π’ αυ­τή· ό­ταν το βλέ­πω ε­γώ, ε­κεί­νο φι­μώ­νε­ται.  Κα­τέ­βα γρή­γο­ρα, δε θέ­λω να σ’ α­φή­σω πά­νω στη μου­ριά, δε θέ­λω να χα­θείς.  Δι­κό μου πρό­βα­το εί­σαι, σ’ ε­μέ­να έ­τρε­ξες.  Κα­τέ­βα γρή­γο­ρα και πε­ρί­με­νέ με στο σπί­τι σου.  Πρέ­πει να ξε­κου­ρα­στώ ε­κεί. Ό­που υ­πάρ­χει πί­στη, ε­κεί ξε­κου­ρά­ζο­μαι. Ό­που υ­πάρ­χει α­γά­πη, ε­κεί πη­γαί­νω. Ξέ­ρω τι θα κά­μεις σε λί­γο· ξέ­ρω ό­τι θα δώ­σεις ό­λα τα υ­πάρ­χον­τά σου στους φτω­χούς και πρώ­τα ό­τι θα ε­πι­στρέ­ψεις το τε­τρα­πλά­σιο σ’ ό­σους συ­κο­φάν­τη­σες.  Σε τέ­τοι­ους αν­θρώ­πους μ’ ευ­χα­ρί­στη­ση φι­λο­ξε­νού­με.  

Κι ο Ζακ­χαί­ος κα­τέ­βη­κε βι­α­στι­κός, πή­γε στο σπί­τι του κι υ­πο­δέ­χτη­κε τον Ι­η­σού.  Και γε­μά­τος χα­ρά, εί­πε α­φού στά­θη­κε –ού­τε περ­πα­τών­τας, ού­τε κα­θι­σμέ­νος αλ­λά α­φού στά­θη­κε, για να δεί­ξει την α­με­τά­θε­τη α­πό­φα­σή του- και α­φού στά­θη­κε μί­λη­σε, ό­ταν με θερ­μή ψυ­χή κι α­με­τα­μέ­λη­τη α­πό­φα­ση α­πο­δυ­ό­ταν στον α­γώ­να. Ή­ξε­ρε που σπέρ­νει και που ή­ταν να θε­ρί­σει και εί­πε· Δί­νω στους φτω­χούς τα μι­σά α­πό τα υ­πάρ­χον­τά μου και γυ­ρί­ζω το τε­τρα­πλά­σιο σ’ ό­σους συ­κο­φάν­τη­σα. Ω ά­δο­λη ε­ξο­μο­λό­γη­ση, που βγαί­νει α­πό καρ­διά κα­θα­ρή. Ε­ξο­μο­λό­γη­ση α­θάμ­πω­τη –μπρο­στά στην α­θάμ­πω­τη δό­ξα του θε­ού- που εί­ναι η πί­στη η πνο­ή της κι η δι­και­ο­σύ­νη το άν­θος της. Αυ­τής της δι­και­ο­σύ­νης ας μας κά­μει ά­ξιους ο Θε­ός των ό­λων με τη χά­ρη και φι­λαν­θρω­πί­α του Κυ­ρί­ου μας Ι­η­σού Χρι­στού.