Κοιμούνται στην ακρογιαλιά. Αθέατοι.



Ο φλοίσβος τους νανουρίζει, να μην ακούν κραυγές κι απελπισία. Ο αφρός τους κρύβει, να τους αποδώσει λευκοπρόσωπους, καθαρούς, όταν φύγει το μαύρο σύννεφο. Η θάλασσα τους γλυκομιλεί, να μην την φοβούνται, αυτοί, οι ναυαγοί της στεριάς. Ο ήλιος δεν πυρώνει περισσότερο, να μην κουράσει τα καψαλισμένα βλέφαρα. Τα γλαροπούλια κάνουν τα φτερά τους προστασία, φίλους να φυλάξουν, που για χάρη τους έβαζαν ψίχουλα στην παλάμη.
Κοιμούνται στην ακρογιαλιά. Αθέατοι.
Στο αδράχτι του ύπνου δοσμένοι ακούν καλέσματα, προσκλητήριο.
Και βάζουν τα δυνατά τους να ξυπνήσουν. Ν’ αφήσουν το πευκοδάσος το λιόλουστο με τις πευκοβελόνες που δεν τσιμπάνε και να φωνάξουν «εδώ είμαι!», για να βεβαιώσουν πως μόνο κοιμούνται. Να μην ανησυχούν.