Ο γέροντας της χαράς!


    

Ο π. Γα­βρι­ήλ (κα­τά κό­σμον Γε­ώρ­γιος) γεν­νή­θη­κε στις 6 Ι­ου­νί­ου 1944 στην Α­θή­να και ή­ταν το τέ­ταρ­το τέ­κνο του Βα­σι­λεί­ου και της Ε­λέ­νης Τσά­φου, ευ­σε­βών Μι­κρα­σια­τών προ­σφύ­γων, που εγ­κα­τα­στά­θη­καν στην προ­σφυ­γι­κή γει­το­νιά του Πο­λυ­γώ­νου. Ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό τις εμ­πει­ρί­ες των α­πλών αν­θρώ­πων, αλ­λά και τις δι­η­γή­σεις της μη­τέ­ρας του για την Μι­κρα­σι­α­τι­κή κα­τα­στρο­φή και την προ­σφυ­γιά, μι­λού­σε πάν­το­τε για την μι­κρα­σι­ά­τι­κη πα­ρά­δο­ση, το­νί­ζον­τας την θερ­μή πί­στη, την α­πλό­τη­τα και την χα­ρά της ζω­ής, που χα­ρα­κτή­ρι­ζαν τους Μι­κρα­σιά­τες α­κό­μη και στις πιο δύ­σκο­λες στιγ­μές.

Ό­πως έ­λε­γε ο ί­διος, ό­ταν, ως φοι­τη­τής της Ρι­ζα­ρεί­ου, λα­ϊ­κός κα­τη­χη­τής, μπή­κε για πρώ­τη φο­ρά το 1967 στο κα­τα­νυ­κτι­κό βυ­ζαν­τι­νό Εκ­κλη­σά­κι του Α­γί­ου Αν­δρέ­ου, που εί­χε α­γι­ο­γρα­φή­σει ο Φώ­της Κόν­το­γλου, ζή­τη­σε α­πό τον Χρι­στό να τε­λει­ώ­σει την ζω­ή του ως ι­ε­ρέ­ας στον να­ό αυ­τό, ό­που το 1588 εί­χε μαρ­τυ­ρή­σει η Α­γί­α Φι­λο­θέ­η η Α­θη­ναί­α. Και ο Χρι­στός δεν του χά­λα­σε το χα­τή­ρι.

Ε­πί 50 πε­ρί­που έ­τη δι­α­κό­νη­σε την Εκ­κλη­σί­α με α­πα­ρά­μιλ­λη α­φο­σί­ω­ση και α­νι­δι­ο­τέ­λεια. Ά­ρι­στος λει­τουρ­γός, δι­α­κρι­τι­κός και στορ­γι­κός πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας χι­λιά­δων αν­θρώ­πων, προ­σέ­φε­ρε α­θό­ρυ­βο αλ­λά ου­σι­α­στι­κό έρ­γο σε μια δύ­σκο­λη ε­πο­χή και σε μια ε­ξί­σου δύ­σκο­λη, τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια, πε­ρι­ο­χή της Α­θή­νας. Προ­σέ­φε­ρε στην Εκ­κλη­σί­α δε­κά­δες Κλη­ρι­κών και Μο­να­χών, ευ­λό­γη­σε και στε­ρέ­ω­σε πάμ­πολ­λες οι­κο­γέ­νει­ες, στή­ρι­ξε α­δύ­να­μους και μο­να­χι­κούς αν­θρώ­πους, πα­ρη­γό­ρη­σε, ε­νέ­πνευ­σε και ο­δή­γη­σε στον Χρι­στό, ό­σους μό­νο ο Θε­ός γνω­ρί­ζει.Το 1996 ί­δρυ­σε το Ι­ε­ρό Η­συ­χα­στή­ριο Πα­να­γί­α των Βρυ­ού­λων, στο Με­τό­χι του ο­ποί­ου στον Ω­ρω­πό εγ­κα­τα­βιούν σή­με­ρα πέν­τε μο­να­χές, ό­λες πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα.

Ο με­γά­λος σύγ­χρο­νος Ά­γιος Πα­ΐ­σιος ο Α­γι­ο­ρεί­της, χω­ρίς να α­να­φέ­ρε­ται ο­νο­μα­στι­κά σ΄αυ­τόν, πε­ρι­γρά­φει με λί­γα αλ­λά χα­ρι­τω­μέ­να λό­για την ου­σί­α της προ­σω­πι­κό­τη­τας και της προ­σφο­ράς του π. Γα­βρι­ήλ: «Γνω­ρί­ζω έ­ναν πνευ­μα­τι­κό που εί­ναι αρ­κε­τά πα­χύς –φυ­σι­κά εί­ναι και η κρά­ση του, αλ­λά μπο­ρεί και στο φα­γη­τό λί­γο να μην προ­σέ­χη-, ξέ­ρε­τε ό­μως πό­σο πο­νά­ει για τον άλ­λον, πό­σο εν­δι­α­φέ­ρε­ται για τους πο­νε­μέ­νους; Αυ­τός έ­χει τα­πεί­νω­ση, για­τί λέ­ει ό­τι δεν κά­νει ά­σκη­ση, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα έ­χει πολ­λή κα­λω­σύ­νη, και έ­τσι πολ­λοί α­να­παύ­ον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο σ’ αυ­τόν πα­ρά σε έ­ναν α­σκη­τι­κό πνευ­μα­τι­κό. Έ­νας πνευ­μα­τι­κός, που δεν εί­ναι α­πο­φα­σι­σμέ­νος να πά­η α­κό­μη και στην κό­λα­ση για την α­γά­πη των πνευ­μα­τι­κών παι­δι­ών του, δεν εί­ναι πνευ­μα­τι­κός». (Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου Λό­γοι, Τό­μος Γ΄)


Την ευ­χή του να έ­χου­με.

Πη­γή
paraklisi